Η τοπική διάλεκτος του Σουφλίου, η οποία είναι μέρος του Θρακιώτικου γλωσσικού ιδιώματος της Ελληνικής γλώσσας, είναι μια από τις πλουσιότερες ανά την Ελλάδα. Αυτό φαίνεται άλλωστε και από την πληθώρα ξένων λέξεων δανείων που παρουσιάζονται μέσα σε αυτή. Το παρόν κείμενο φιλοδοξεί να συγκεντρώσει τις περισσότερες από αυτές, και έτσι η οποιαδήποτε παράληψη δεν αποτελεί λάθος, αλλά έναυσμα για περισσότερη έρευνα.
Λέξεις – δάνεια από την Τουρκική γλώσσα
Αγ’ρντίζου =
Στραμπουλίζω [Τουρκ.: Ağırmak]
Αζγκ’νκους =
Ζωηρός [Τουρκ.: Azgın]
Αλατζιάτ’κους = Πολύχρωμος
[Τουρκ.: Alaca]
Αλτσιάκς =
Φοβητσιάρης [Τουρκ.: Alçak]
Ανατ’ρντίζου =
Καθοδηγώ, επεξηγώ [Τουρκ.: Anmak]
Αντέτ’ = Έθιμο
[Τουρκ.: Adet]
Απτάλς = Κουτός [Aptal]
Αραλ’κ = Χώρισμα,
χαραματιά [Τουρκ.: Aralık]
Αραμπάς = Αμάξι
[Τουρκ.: Araba]
Αρντ’τσ’= Κέδρος
[Τουρκ.: Ardıç]
Αρτ’κ = Πια
[Τουρκ.: Artık]
Αρτ’ρμάς=
Πλειοδοσία, αύξηση [Τουρκ.: Artırmak]
Άσ’λ = Αυθεντικό,
καθ’ αυτό [Τουρκ.: Asıl]
Ατσικ’γκιόηζ=
Ανοιχτομάτης, ανοιχτόμυαλος [Τουρκ.: Açıkgöz]
Ατσίκ’κου =
Ανοιχτό εργαλείο [Τουρκ.: Açık]
Αυτζής = Κυνηγός
[Τουρκ.: Avcı]
Αχλαντίζου =
Αναστενάζω [Ahlamak]
Αχτσής = Μάγειρας
[Τουρκ.: Ahçı]
Β’ντάν’ = Νέος
βλαστός [Τουρκ.: Fidan]
Γιαγκ’ν’ =
Πυρκαγιά [Τουρκ.: Yangın]
Γιάρ’ = Γκρεμός
[Τουρκ.: Yar]
Γιαμάτσ’ = Έδαφος
με κλήση [Τουρκ.: Yamaç]
Γιαμούκ’κου =
Κακοσχηματισμένο [Τουρκ.: Yamuk]
Γιαμουρλούκα =
Κάπα [Τουρκ.: Yağmurluk]
Γιαπρακτσής =
Εργάτης στη σηροτροφία [Τουρκ.: Yaprakçı]
Γιατάκ’ = Κρεβάτι
[Τουρκ.: Yatak]
Γιατ’κ = Ξύλινο
δοχείο νερού [Τουρκ.: Yatık]
Γκιμπρίτια =
Σπίρτα [Τουρκ.: Gibrit]
Γκιόλ’ = Λίμνη
[Τουρκ.: Göl]
Γιούρτ’ =Περιβόλι
[Τουρκ.: Yurt]
Γκζαν’ = Παιδάκι
[Τουρκ.: Kızan]
Γκιβριντίζου =
Ξεροψήνω [Τουρκ.: Gevremek]
Ζαβάλς =
Κακομοιριασμένος, φτωχός [Τουρκ.: Zavallı]
Ζαμάν’ = Καιρός
[Τουρκ.: Zaman]
Ζιαφέτ’ = Γιορτή,
διασκέδαση [Τουρκ.: Ziyafet]
Καβάκ’ = Λεύκη
[Τουρκ.: Kavak]
Καϊνάκ’ = Βαρύ,
σκληρό έδαφος [Τουρκ.: Kaynak]
Καλαμπαλ’κ =
Φασαρία [Τουρκ.: Kalabalık]
Καλέμ’ = Κοπίδι
πέτρας [Τουρκ.: Kalem]
Καλπαζανς =
Τεμπέλης [Τουρκ.: Kalpazan]
Καμάς = Σφήνα
[Τουρκ.: Kama]
Καμπάδ’κους =
Μαλακός [Τουρκ.: Kaba]
Καράρ’ = Απόφαση
[Τουρκ.: Karar]
Καντ΄να = Κυρά
[Τουρκ.: Kadın]
Καπάν’ = Παγίδα
[Τουρκ.: Kapan]
Καπτώ = Αρπάζω
[Τουρκ.: Kapmak]
Καρσί = Αντίκρυ
[Τουρκ.: Karşı]
Καρσ’λαντίζου =
Συναντώ [Τουρκ.: Karşılamak]
Κασνάκ’ = Κάθετη
πλευρά κάσας [Τουρκ.: Kasnak]
Κατής = Δικαστής
[Τουρκ.: Katı]
Κελεμπέκ’ =
Πεταλούδα [Τουρκ.: Kelebek]
Κιρχανατζής = Αργόσχολος
[Τουρκ.: Kıraathaneci]
Κατσιουρντώ = Μου
ξεφεύγει κάτι [Τουρκ.: Kaçırmak]
Κιούπ’ = Πιθάρι
[Τουρκ.: Küp]
Κ’σκ’βράκ’ =
Στενά [Τουρκ.: Kıskıvrak]
Κ’τ’κου =
Ελλιπές, ανεπαρκές [Τουρκ.: Kıt]
Κοτσ’ = Κριάρι
[Τουρκ.: Koç]
Κουπαρντώ =
Αποκόπτω [Τουρκ.: Koparmak]
Κουσιάζου = Τρέχω
[Τουρκ.: Koşmak]
Καφτάν’ =
Πανωφόρι της γυναικείας φορεσιάς [Τουρκ.: Kaftan]
Λέλιακας =
Πελαργός [Τουρκ.: Leylek]
Μασάλ’ = Διήγηση,
Παραμύθι [Τουρκ.: Masal]
Μαξούλ’ = Σοδειά =
[Τουρκ.: Mahsul]
Μαστραπάς =
Κύππελο [Τουρκ.: Maşrapa]
Μπαλκάν’ =
Δασώδεις τοποθεσία [Τουρκ.: Balkan]
Μπαμπατζιάνς = Μεγαλόσωμος
[Τουρκ.: Babacan]
Μπάσ’παρμάκ’ = Αντίχειρας
[Τουρκ.: Başparmak]
Μπέτ’κους =
Άσχημος [Τουρκ.: Bet]
Μπινάς = Κτήριο
[Τουρκ.: Bina]
Μπιντένα = Μάλλινο
φόρεμα [Τουρκ.: Beden]
Μπιτιούν’κου =
Ολόκληρο [Τουρκ.: Bütün]
Μπορτσ’ = Χρέος,
χρωστούμενο = [Τουρκ.: Borç]
Μπόσ’κους =
Άδειος [Τουρκ.: Boş]
Μπουγάζ’ = Το
πέτρινο στόμιο του πηγαδιού [Τουρκ.: Boğaz]
Μπουγαζλαμάς =
Πάθηση του λαιμού [Τουρκ.: Boğazalamak]
Μπούζ’ = Πάγος
[Τουρκ.: Buz]
Μπουζχανάς =
Παγοποιείο [Τουρκ.: Buzhane]
Μπουνακλαντώ =
Ξεμωραίνομαι [Τουρκ.: Bunamak]
Μπουνάκς = Ξεμωραμένος,
κουτός [Τουρκ.: Bunak]
Νισιαντίρ’ =
Χλωριούχο Αμμώνιο [Τουρκ.: Nışadır]
Νταλντώ = Μπαίνω,
χώνομαι [Τουρκ.: Dalmak]
Ντερτ’ = Πόνος,
καημός [Τουρκ.: Dert]
Ντιβιρντώ =
Γέρνω, αναποδογυρίζω [Τουρκ.: Devirmek]
Ντικάτ’= Προσοχή
[Τουρκ.: Dikkat]
Ντικ-Ντικινέ =
Κατακόρυφα [Τουρκ.: Dik Dikine]
Ντούζ’κους =
Ίσιος [Τουρκ.: Düz]
Ντουμάν’= Καπνός,
κάπνα [Τουρκ.: Duman]
Ξισκανίζου =
Ζηλεύω [Τουρκ.: Kıskanmak]
Ουρακτσής =
Θεριστής [Τουρκ.: Orakçı]
Ουρταλ’κ =
Πληθώρα [Τουρκ.: Ortalık]
Ουτέμπιρι = Πέρα
δώθε [Τουρκ.: Öte Biri]
Ουτζιούζ’κους =
Φθηνός [Τουρκ.: Ucuz]
Πισ’μανεύου =
Μετανιώνω, αλλάζω γνώμη [Τουρκ.: Pişman]
Ρ’μαν’ = Πυκνή
λόχμη [Τουρκ.: Orman]
Σαβουρντώ = Ρίχνω
[Τουρκ.: Savurmak]
Σέμτ’ = Γειτονιά
[Τουρκ.: Semt]
Σιαλβάρ’ =
Παντελόνι [Τουρκ. Şalvar]
Σαμπάχλαϊ = Πρωί
πρωί [Τουρκ.: Sabahleyin]
Σαντράτσ’ =
Σχέδιο καρό [Τουρκ.: Satranç]
Σιάρπ’κου =
Σκληρό [Τουρκ.: Sarp]
Σιασιρντίζου =
Αναστατώνομαι [Τουρκ.: Şaşırmak]
Σιουτζιούκ’ =
Λουκάνικο [Τουρκ.: Sucuk]
Σκιουμπιά =
Κοιλιά [Τουρκ.: Işkembe]
Σουμούν’ = Ψωμί
[Τουρκ.: Somun]
Σοουκλαντώ =
Κρυώνω, αρρωσταίνω από το κρύο [Τουρκ.: Soğukmak]
Σ’νί = Στρόγγυλος
μεταλλικός δίσκος [Τουρκ.: Sini]
Ταμπιέτ’ =
Συνήθεια [Τουρκ.: Tabiyet]
Τέκ’κους = Μονός
[Τουρκ.: Tek]
Τζιαναμπέτς =
Κακότροπος, ανάποδος [Τουρκ.: Cenabet]
Τζιόπ’ = Ξύλο,
παλούκι [Τουρκ.: Cop]
Τιουτιούν’ =
Καπνός ψιλοκομμένος [Τουρκ.: Tütün]
Τοπούζ’ = Ρόπαλο
[Τουρκ.: Topuz]
Τσιαίρ’ = Λιβάδι
[Τουρκ.: Çayır]
Τσιακτίζ’ =
Λαμποκοπάει [Τουρκ.: Çakmak]
Τσιάμ’ = Πεύκο
[Τουρκ.: Çam]
Τσιαμασίρ’ =
Εργαλείο [Τουρκ.: Çamaşır]
Τσιαμουρλούκ’ =
Λασπουριά [Τουρκ.: Çamurluk]
Τσιαπράζ’ =
Μεταλλικό δόντι στριμμένο [Τουρκ.: Çapraz]
Τσιουράκ’ =
Μαθητευόμενος [Τουρκ.: Çırak]
Τσιουράπ’ =
Κάλτσα [Τουρκ.: Çorap]
Τσιουσμές = Βρύση
[Τουρκ.: Çeşme]
Τσιαρπάλια = Ξερά
λιανόκλαδα [Τουρκ.: Carpal]
Τσιαρσί = Αγορά
[Τουρκ.: Çarşı]
Τσιουρβάς = Σούπα
[Çorba]
Τρουβάς = Σάκος
[Τουρκ.: Torba]
Τ’πκου = Ίδιο
[Τουρκ.: Tıpkı]
Φιτφάς = Ο
ξαφνιάζων [Τουρκ.: Fetva]
– (Από τον Fetva, την
ξαφνική παρέμβαση – γνωμοδότηση που μπορούσε να δώσει ο Μουφτής για την επιβολή
κάποιου νόμου του Οθωμανικού κράτους)
Φουρλαντώ = Ρίχνω
[Τουρκ.: Fırlamak]
Φυσέκ’ = Φυσίγγιο
[Τουρκ.: Fişek]
Χαϊβάν’ = Ζώο [Τουρκ.:
Hayvan]
Χαϊάτ’ =
Προαύλιος χώρος [Τουρκ.: Hayat]
Χαλκάς = Κρίκος
[Τουρκ.: Halka]
Χαϊντούτς = Ανυπάκουος,
ανυπότακτος [Τουρκ.: Haydut]
Χατζιάρα =
Μαχαίρα [Τουρκ.: Haçer]
Χούϊ = Ιδιοτροπία
[Τουρκ. Huy]
Χουσμέτ’ =
Δουλειά του σπιτιού [Τουρκ.: Hizmet]
Χιτσ’ = Καθόλου [Τουρκ.:
Hiç]
Λέξεις – δάνεια από
τις Σλαβικές γλώσσες
Αστριχιά =
Περιθώριο του οικοπέδου μετά το κτίσμα [Αρχ. Σλαβωνική: Стреха ή Остреха,
Βουλγαρική: Стряха, Τσεχική: Střecha]
Βιβιρίτσα =
Σκίουρος [Σερβική: Veverica]
Βίτσα = Βέργα
[Ρωσική: Вица]
Γέσ’κους =
Σκαντζόχοιρος [Σερβική: Jež, Τσεχική: Ježek]
Γίζβα = Υπόγειο
[Βουλγαρική: Изба, Τσεχική: Jizba ]
Γκλαβανή =
Καταπακτή [Προέρχεται από την Σλαβική λέξη «Глава» που σημαίνει κεφάλι]
Γκρίμπας =
Ραχιτικός, κουλουριασμένος [Βουλγαρική: Гърбав, Σερβική: Grbav]
Γκ’ρκ’ς =
Λάρυγγας [Βουλγαρική: Гръклян, Σερβική: Grkljan]
Γκόλιαβους =
Γυμνός [Αρχ. Σλαβωνική: Гол, Ρωσική: Голый]
Γκουμπούζα =
Ξύλινη κούπα [Σερβική: Gubiza]
Γκουρτσιά =
Αγριοαχλαδιά [Αρχ. Σλαβωνική: Горъце, Βουλγαρική: Горча – Πικρό στη
γεύση]
Γκουστιρίτσα,
Γκουστέρα = Σαύρα [Βουλγαρική:Гущер, Σερβική: Gušter]
Γκτζιούν’ =
Γουρούνι [Βουλγαρική: Гуца]
Γριντιά = Ξύλινο
δοκάρι που βαστάζει την σκεπή [Βουλγαρική: Греда, Σερβική: Greda]
Ζαγκουντίνα =
Χρηματικό κέρδος [Βουλγαρική: Изгода]
Ζάκατο = Έμβολο,
αντικείμενο [Πολωνική: Ζakątek – Η Πολωνική είναι η μόνη επίσημη Σλάβικη γλώσσα
στην οποία χρησιμοποιείται η λέξη, ενώ σε άλλες Σλαβικές γλώσσες
χρησιμοποιείται μόνο σε διαλέκτους]
Ζάλαχους =
Θόρυβος από ανθρώπινες φωνές [Βουλγαρική: Залая]
Ζακόν’ = Έθιμο
[Βουλγαρική: Закон, Σερβική: Zakon]
Ζαμακώνω = Χώνω,
εμβάλλω [Βουλγαρική: Замъквам]
Ζάπαρους = Ζεστή
άπνοια, κουφόβραση [Βουλγαρική: Запаря]
Ζγκραμπατζώνω =
Γρατζουνάω [Βουλγαρική: Зграпчвам, Τσεχική: Škrabánec ]
Ζιάπκους =
Βάτραχος [Αρχ. Σλαβωνική: Жаб, Βουλγαρική: Жаба, Τσεχική: Żabka]
Ζιούμπλιακας =
Μικροκαμωμένος, νάνος [Σερβική: Žabljak]
Ζούζουλου= Ενοχλητικό
έντομο [Σλοβενική: Žuželke]
Καλέβρα =
Παπούτσια (Φοριούνταν πριν το 1900) [Βουλγαρική: Калевра]
Κάσια = Χυλός,
πλιγούρι [Βουλγαρική: Каша]
Κατσιούλα =
Κουκούλα [Βουλγαρική: Качула]
Κόκουτας =
Πετεινός [Αρχ. Σλαβονική: Кокотъ]
Κόλιαντα =
Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα [Βουλγαρική: Коледа]
Κόντσκα = Πλαϊνό
ξύλο της κρεβατίνας των κουκουλιών [Αρχ. Σλαβωνική: Конъчкиъ –δηλαδή «σύνορο»,
«άκρη» ]
Κόσα =
Χορτοκοπτικό εργαλείο [Βουλγαρική: Косач]
Κοτσ’ =
Αστράγαλος [Βουλγαρική: Кост, Σερβική: Kost]
Κουρνίτσα =
Κούχτιου =
Τιποτένιος, ασήμαντος [Βουλγαρική: Кух]
Ματσί = Μικρό
γατάκι [Σερβική: Mačka]
Μάτσιαγκους =
Φοβισμένος, τρομαγμένος σαν το γατάκι [Σερβική: Mačak]
Μουλίτσ’ = Σκόρος
[Βουλγαρική: Молец, Σερβική: Moljac]
Μουργκό, Μούργκιασμα =
Σταχτί, μαύρο [Βουλγαρική: Мургав, Σερβική: Mrk]
Μουχρίτσα = Είδος
χόρτου [Βουλγαρική: Мъх]
Μπάμπου = Γριά [Βουλγαρική:
Баба]
Μπαστραβίτσα = Κρεατοελιά
[Βουλγαρική: Брадавица, Σερβική: Bradavica]
Μπέλιους = Άσπρος [Αρχ. Σλαβωνική: Бѣл, Σεβρική: Belac]
Μπιμπιρίτσα =
Είδος καρυκεύματος [Σερβική: Bibernica]
Μπλούσναρους =
Κισσός [Βουλγαρική: Бръслян, Σερβική: Bršljan]
Μπόντους = Το
κεντρί της μέλισσας [Βουλγαρική: Бода]
Μπούλιου = Μεγάλη
αδελφή [Βουλγαρική: Буля]
Μπουμπλιάτσ’κα =
Βρωμούσα [Βουλγαρική: Буболечка]
Μπουμπρέκια =
Νεφρά [Βουλγαρική: Бъбрек, Σερβική: Bubreg]
Μπράτμους = Το
πρωτοπαλίκαρο του γαμπρού [Αρχ. Σλαβωνική: Братръ, Βουλγαρική: Брат]
Μπρίτσ’κα = Μικρή
άμαξα [Ρωσική- Βουλγαρική: Бричка, Πολωνική: Bryczka]
Ντάμ’κα = Κηλίδα
[Βουλγαρική: Дамга]
Ντάμπλα = Ξύλινος
δίσκος [Βουλγαρική: Табла]
Ντρίσκους =
Γρήγορος και απότομος χορός [Βουλγαρική: Дрислив]
Πάϊαγκας = Αράχνη
[Βουλγαρική: Паяк, Πολωνική: Pająk]
Πατέκα = Μονοπάτι
[Ρωσική:Путь,
Βουλγαρική: Пътека]
Πέγκα = Στίγμα,
σημάδι [Σερβική: Pega]
Πλιατσ’κώνου =
Καπακώνω, Σκεπάζω [Βουλγαρική: Пляскам]
Πούρτσιους =
Τράγος [Βουλγαρική: Пръч, Σερβική: Prč]
Πουστάβ’ = Ξύλινο
βαρελοειδές φορείο για την ασφαλή μεταφορά των σταφυλιών [Βουλγαρική: Поставка,
δηλαδή «δοχείο»]
Ρίμπα = Ψάρι [Βουλγαρική:
Риба]
Ρόπουτους =
Φασαρία [Βουλγαρική: Ропот]
Σιάπκα = Καπέλο
[Βουλγαρική: Шапка]
Σκαρκάλ’ = Ακρίδα
[Βουλγαρική: Скакалец, Σερβική: Skakavac]
Σκ’πνια, Σκρίπνια =
Τσιγκούνης [Αρχ. Σλαβωνική: Скрипати, Βουλγαρική: Скъперник, Σερβική: Škripati]
Σλάμα = Σανός,
άχυρο [Βουλγαρική: Слама]
Σιαγκραβέτσ’ =
Χαλαζόπτωση [Βουλγαρική: Суграшица, Σερβική: Sugradica]
Στρέκλους =
Οίστρος [Σερβική: Štrkalj]
Τάλπα = Τάβλα,
χοντρή σανίδα [Βουλγαρική: Талпа]
Τσέργα =
Κουρελού, στρωσίδι [Βουλγαρική: Черга]
Τσιάτσ’κα=
Φλιτζάνα [Βουλγαρική: Чашка]
Τσιούσ’κα =
Καυτερή πιπεριά [Βουλγαρική: Чушка]
Τσινί =
Πορσελάνινο πιάτο [Βουλγαρική: Чиния, Σερβική: Činija]
Τσιούκα = Ύψωμα,
στοίβα [Βουλγαρική: Чука]
Λέξεις με πιθανή Σλαβική προέλευση
Γκουρλώνω = Πνίγω,
από την Βουλγαρική λέξη Гърло που σημαίνει λαιμός
Γκ’ρλα = Όταν
γεμίζει το ποτήρι ή το σακί μέχρι επάνω, δηλαδή μέχρι το λαιμό.
Πρέκνα = Πανάδα,
εξάνθημα, προφανώς προέρχεται από το Βουλγαρικό Пръкна που σημαίνει κάτι που
ξεφυτρώνει.
Ντουμπόλα =
Ξύλινο δοχείο για την παραγωγή βουτύρου, προέρχεται την Βουλγαρική «Дъбов» (
Dubov) που σημαίνει δρύινος,
εφόσον δρύινα ήταν και τα ξύλινα δοχεία για την παραγωγή βουτύρου
[Πηγές]
- Κωνσταντίνος Μπάμιος τ. Καθηγητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, «Τουρκικές λέξεις & Επώνυμα του Σουφλίου», Θεσσαλονίκη 2005
- Παναγιώτης Κυρανούδης Γλωσσολόγος, Επιλογές από το Σουφλιώτικο λεξικό, Τα Θρακικά
- Αριστείδης Α. Χριστοφόρου, Σουφλιώτικο Λεξιλόγιο