Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010
ΤΟ ΣΟΥΦΛΙ ΩΣ ΔΑΣΚΑΛΟΧΩΡΙ (1860-1960): Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΦΛΙΟΥ - του Ζήση Φυλλαρίδη
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010
Σουφλί, ένα νοσταλγικό «δασκαλοχώρι» - Εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Δήμος Σουφλίου, η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ροδόπης-Έβρου και το περιοδικό «Βορέας»
Το Σουφλί - του Ζήση Φυλλαρίδη
Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010
«Μνήμες Σουφλίου» – Το νέο ιστορικό-λαογραφικό Λεύκωμα του Ζήση Φυλλαρίδη
Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010
«Θρακικές ιστορίες» Το Σουφλί και οι Σουφλιώτες - του Κώστα Θρακιώτη
Είχαν να λένε οι ντόπιοι στα νυχτέργια τους, τα χειμωνιάτικα βράδια, για το τι σκαρφίζονταν οι παλαιότεροι για να ξεφορτωθούν το Τούρκο μέσα από την πολιτεία τους. Εκεί να βλέπεις χάσκαρα και γέλια, σαν διηγόντουσαν σπαρταριστές ιστορίες για φαντάσματα, περδουκλώματα, για καβαλίκες των αγάδων κι ένα σωρό του κόσμου αβανιές, που τους έκαναν να πιστεύουν πως τα’ αερικά και τα δαιμόνια ξεσηκώνονταν ενάντια τους, γιατί ήθελαν λέει τον εξολοθρεμό τους.
Να, γιατί λοιπόν τα χτήματα όλα ένα γύρο, μουριές, σταροχώραφα, περιβόλια, αμπέλια και μποστάνια ήταν ολότελα στα χέρια των ντόπιων Χριστιανών. Που να βρεθεί κανένας αγάς κτηματίας εκεί, ακόμα κι έμπορος; Τους έδιωχνε βλέπεις ο τόπος, που ήταν σαν μια μεγάλη φάρα κι από ένα γεννοκόπι. Αν έβλεπες κανένα φέσι στο κέντρο ή στο σταθμό, ήξερες πως ήταν κάποιος διοικητικός υπάλληλος, στο Τελωνείο ή στη Ρεζύ, ζαμπίτης ή νιζάμης της τοπικής φρουράς και τίποτε άλλο.
Έτσι ξεχώριζε το Σουφλί ανάμεσα σ’ όλη τη Θράκη, σαν κάτι που δεν μπορούσε να το βάλει ο νους σου μέσα στην καρδιά της Τουρκιάς. Ό,τι και να πεις τη χαιρόσουν εκείνη την πολιτεία, που ήταν ολότελα Ρωμέικη, με την ανεξαρτησία και τη λεβεντιά της και ήξερες από πρώτα πως ήταν έτοιμη για ένα φιλότιμο, να σκοτώσει και να σκοτωθεί για τη μεγάλη που λένε Ιδέα. Μα να μη θαρρέψει κανένας πως ήταν και ντιπ ρέμπελοι ή μπόσικοι άνθρωποι, του σχοινιού και του παλουκιού, που δεν το ’χαν για τίποτα να σαπλαντήσουν τον αντικρυνό τους γιατί τους λοξοκοίταξε…
Όχι. Οι άνθρωποι ήταν νοικοκυραίοι. Ντόμπροι και μπεσαλήδες. Κοίταζαν τη δουλειά τους και δεν πείραζαν κανέναν, αν πρώτος αυτός δεν τους πείραζε. Δεν ήταν ντεληφουσέκια, ούτε κοπούκια. Δεν ήταν μ’ άλλα λόγια παλαβοί. Ξύπνιοι ήταν όσο δεν έπαιρνε και πονηροί όσο έπρεπε, για να μην τους ανεβαίνει κανένας στο κεφάλι και τους πάρει τον αέρα….
Φονικά δεν ακούστηκαν ποτέ στον τόπο τους. Σκοτωμοί στις νταβέρνες, πάνω στον καυγά και σούπα-μούπες, όπως δα γίνονται σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, όπου υπάρχουν αψόθυμα νιάτα και γρήγορα ανάβουν τα αίματά τους από μια μικρή παραξήγηση, όχι δε θυμόταν ποτέ οι παλιοί έως τότε. Τα καμπανταϊλίκια ήταν για τους άλλους. Αυτοί αν μάλωναν καμιά φορά θα ’ταν για καμιά διαφιλονικούμενη ρίζα μουριάς ή για κανένα καβάκι. Τότε μπορούσαν ν’ αρπάξουν το στυλιάρι ή τον κασμά και να τον φέρουν στην κεφαλή του άλλου.
Ο τόπος ήταν βέβαια φτωχός και το ψωμί έβγαινε δύσκολα. Μα όπως και να το κάνεις, όλοι αναμεταξύ τους ήταν, όπως είπαμε, σαν μια γενιά. Πες αδέλφια, συγγενήδες, πρωτοδευτεροξάδελφα, κουμπάροι, συμπέθεροι, κι αμέσως φίλιωναν. Το αίμα νερό δε γίνεται. Έκοβαν την αμάχη ευτύς σαν τους παίρναγε ο θυμός –το κακό αίμα που τους είχε βαρέσει στο κεφάλι- κι αντάμα τραβούσαν κανένα ποτηράκι ρακί ή να πιουν λίγο μπρούσκο κρασί για να πάει και τούτο με τις καλιακούδες στο κράκουρα και στην οργή…
Οι προετοιμασίες του γάμου
Και η κόνα Βασιλική, πραγματική αρχόντισσα του τόπου, θυγατέρα του κυρ Δερβίσογλου, του ξακουσμένου έμπορα στην Πολιτεία, με την σαμουρογούνα της και τον μεταξωτό μποχτσά της, πλάι στον άντρα της τον κύριο Δημητρό, υποδεχόταν στο σαλόνι τους, τον μουσαφίρ-οντά, όπως τον έλεγαν, τον κόσμο που ερχόταν να τους συγχαρεί για τους μελλούμενους γάμους της μονάκριβης κόρης τους.
Όλο το σπίτι βρισκόταν σήμερα σε αδιάκοπη κίνηση και ταραχή. Η νύφη χαμηλοβλεπούσα κι ακριβοθώρητη πηγαινοερχόταν από το ένα δωμάτιο στο άλλο, τάχα για να βάλει τάξη στα πράγματα, μα δεν έκανε τίποτα απ’ ό,τι λογάριαζε να κάνει. Άλλωστε την Χρυσούλα την είχαν τόσο καλομαθημένη, που όλες τις δουλειές του σπιτιού τις έκαναν οι δούλες. Και μόνο η αφέντρα, η μάνα της, έδινε τις παραγγελιές και τις διάτες.
Από τα πολλά πρωί είχαν ανοίξει τα σεντούκια και τα φορτσέρια με τα προικιά. Μοσχοβόλησε ο τόπος σαν ανοίχτηκαν τα μπαούλα από τα κυπαρισσόμηλα και τη λεβάντα του βουνού. Τα είχαν αποθέσει εκεί για να μη τα φάει η βότριδα. Και τι προικιά ήταν εκείνα που τα δούλεψαν τώρα και χρόνια τόσο μαστορικά οι καλύτερες υφάντρες και κεντήστρες του τόπου; Τα θάμαζαν και τα ζήλευαν όσοι τα πρωτοείδαν. Τέτοιο πλούτο κι αρχοντιά δεν ματάειδαν έως τότες.
Τα μεταξωτά παπλώματα στ’ αλήθεια, ήταν η χαρά του ματιού, έτσι πλουμισμένα με χίλια δυο σχέδια και χρώματα που είχαν. Σαν τα ’πιανες έμοιαζαν με νερό. Τόσο απαλά στα δάχτυλα των χεριών σου εφάνταζαν. Αμή και οι σελτέδες, τα στρωσίδια, τα μαξιλάρια, οι μπάντες από μαλλί της Ανατολής και μπαμπάκι του Μισιριού και τι κεντίδια και τι ξόμπλια, όλα περίτεχνα ιστορημένα. Άδικα δεν χάλασε ο κυρ Δημητρός για το χατήρι της μοναχοκόρης του, τόσες λίρες και ναπολεόνια, για να γίνουν όλα ετούτα τα υφαντικά, οι ρόμπες, τα μεσοφούστανα, κι όλα τ’ άλλα όσα χρειάζονται για να στηθεί ένα καλό οικοκυργιό. Το τράχωμα μετρήθηκε στα χέρια του γαμπρού, πεντακόσιες ολοστρόγγυλες λίρες, μπροστά στον Παπαγιάννη και τον γέροντα Σατραζανίδη.
Στο μεταξύ σχεδόν ετελείωσαν όλες οι προετοιμασίες. Το υπηρετικό προσωπικό έφτιασε κιόλας όλα τα γλυκίσματα του γάμου. Τους μπακλαβάδες και το σαρεγλί που το επιτηδευόταν η ίδια η αφέντρα. Δεν ξέχασαν ούτε τα κουλίκια με σουσάμι και μέλι, που όταν τα ζύμωσαν έγινε μια αληθινή ιεροτελεστία. Τόσο στο ζύμωμα, στο πλάσιμο και στο φούρνισμα, όσο και στο ξεφούρνισμα, έπαιζαν ώρες τα βιολιά. Το ίδιο όταν έπιασαν το χορό και τραγούδαγαν τα κορίτσια και τα παλληκάρια γύρω και μπροστά από το φούρνο. Τέλος σαν ψήθηκαν ροδοκοκκινισμένα τα κουλούρια, ένα αγόρι «μονοστέφανο» τα πήρε και με τα «τσαλγκιά» τα ’φερε και τα μοίρασε στο σπίτι του γαμπρού, του κουμπάρου και σ’ όλο το συγγενολόγι τους.
Για το «κανίσκι» ετούτο όλοι ευχόταν το «καλορίζικα».
Και να που σήμερα ήρθε και η μεγάλη στιγμή, ν ανοίξει το σπίτι της η αρχόντισσα κόνα Βασιλική. Κατά τη συνήθεια του τόπου η ίδια έκανε τα καλέσματα, προσκαλώντας όλους τους συγγενείς και τους φίλους, για να δούνε τα προικιά.
Εκεί, στη μεγάλη κι απλόχωρη σάλα, οι γυναίκες σιάξανε πρώτα –πρώτα τη «γιουκιά». Έστρωσαν τρία μεντέρια υφαντά, άσπρα με γαλάζιο το κιλίμι απανωτά. Έπειτα τη «βρανιά» τρία στρώματα κατριλωτά, σελτέδες και μαξιλάρια. Μετά σ’ ένα σχοινί στην κάμαρη απλώσανε την προίκα: Δώδεκα πουκαμίσες με βελονίσια νταντέλα και κεντήματα. Δώδεκα πανταλόνια, δώδεκα τουλπάνια με πούλιες και με χάντρες.
Να μιλήσουμε τώρα και για τα τραπεζομάντηλα, τις πετσέτες, τις «χουμαγένιες» με φαρδύ ανεβατό κέντημα, τις άλλες του προσώπου με κόκκινες μάρκες στον καναβά και σατσάκι για νταντέλα στις δύο άκρες; Όχι. Δεν θα μας έπαιρνε η ώρα. Όλα ήταν στην εντέλεια και άψογα καμωμένα. Και τι άλλο θα ’πρεπε να πρωτοθυμηθούμε; Για τα τριανταπέντε ζευγάρια κάλτσες – αντρίκες και γυναικείες- τους τζεβρέδες κεντημένους με χρυσάφι και μετάξι χρωματιστό, ή για τα μάλλινα τσεμπέρια με μπιμπίλα για την πεθερά, την αδελφή της πεθεράς, τις θειάδες και όλες τις συγγένισσες του γαμπρού; Να πούμε και για τα φουστάνια της νύφης, τα κλαδωτά από ταφτά, για τα κοντογούνια και τις βρακοζώνες της, που κι αυτές ήταν κεντημένες με χρυσάφι και μετάξι, ή για τ’ άλλα «μποχτσαλίκια» για το πεθερό, τον κουμπάρο και για όλα τ’ ανδραδέλφια;
Με δυο λόγια ένα θα πούμε: όλοι παινεύανε τη νύφη και την αρχόντισσα για την αξιοσύνη τους. Όλο το σπίτι βρισκόταν στις δόξες του παντού αντηχούσαν τα γέλια και τα χάχανα των κοριτσιών. Ερχόταν και πήγαιναν τα ρεγάλα του γαμπρού και των φίλων τους. Φέρανε και το νυφικό φουστάνι, κάτασπρο τούλι, σαν από χιόνι, σκαρπίνια άσπρα, άσπρες κάλτσες κι άσπρα γάντια, τα τρες, τις μπλίρες, τις μυρουδιές, τις πούντρες, τα μοσχοσάπουνα και τ’ άλλα. Έτσι ταίριαζαν όλα στην αθωότητα, την ομορφιά και την παρθενιά του κοριτσιού. Η χαρά της ορίστηκε να γίνει την άλλη Κυριακή…
Ο τρύγος
Και ο Χατζησταυρακούδης, ο τσορμπατζής, θα ετοίμαζε στην αυλή του σπιτιού του δυο ληνούς. Οι μαστόροι –υποταχτικοί του- από μέρες συγύρισαν τα βαρέλια, τους κάδους, τις τίνες και τα βεργιά. Όλα στην εντέλεια. Θα έρχονταν και οι βούβαλοι, στολισμένοι με χαϊμαλιά και κουδούνια ασημένια, να φέρουνε τον τρύγο…
Χαρές τότες να δεις. Να τριζοκοπάνε και τ’ αμάξια, με τα καινούργια τους τ’ αξόνια, κουβαλώντας το χαϊρλίδικο μαξούλι, το μπερεκέτι της χρονιάς.
Ανάστα ο Θεός οι τρυγητάδες. Άντρες, γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. Θ’ άδειαζαν τα σταφύλια στα τρυγοκάλαθα και θα τ’ αναποδογύριζαν στους ληνούς. Τι πανηγύρι και χαρές, σαν θα κουβάλαγαν το μούστο από τον κάδο στα βαρέλια. Και τα παιχνίδια στη δόξα τους. Να παίζουν οι λύρες, και οι γκάιντες να ξεχύνουν ολούθε, με τα ντούρου –ντούρου – τ’ αναστενάγματά τους – όλους τους βακχικούς αθάνατους θρακιώτικους σκοπούς.
Και ν’ ανασταίνονται οι τρικούβερτοι χοροί. Οι κοπελιές με τα παλληκάρια να χορεύουν την «Τσουρτσουλιάνω» και τον Αλεξαντρή. Να το γυρίζουνε άλλοτες στο χασάπικο, το ζεϊμπέκικο ή στον καλαματιανό. Και ο ξέφρενος χορός τους να κρατάει και πέρα από τ’ άκραχτα μεσάνυχτα.
Και οι πατητάδες όλη την ώρα πάλι εχόρευαν κι αυτοί αντάμα τους. Με ολόγυμνα πόδια και ψηλά τα μπατζακλίκια, πηγαινοέρχονταν ρυθμικά, στα μπρος και πίσω, βουτώντας έως το γόνατο πάνω στο ληνάρι.
Και να στήνει και η Χαστησταυρκούδαινα τους σοφράδες κάτω από τη μεγάλη της κληματαριά, να φάει η εργατιά και να ευφρανθεί το δείπνο. Και αδριανουπολίτικο σαρμά να τους φτιάσει, κιοφτέδες με γιουφκά και σαζάνι πλακί, φερμένο από τη Μαρίτσα. Κι δυο ταψιά μπακλαβάδες και σαρεγλιά σε πλούσιες πιατέλες, για να τρώνε και να τρέχουνε τα σάλια τους από τη γλύκα. Άσε το μπρούσκο κρασί, τον μπογιαμά, σωστή μεταλαβιά, που θα το ’φερνε από το φουμισμένο βαγένι τους.
Μερακλίδικο φαγοπότι θα τους έκανε, που να το θυμάνται σ’ όλη τους τη ζωή.
Το φονικό που έγινε στο Σουφλί
…ένα εντελώς ακαταλόγιστο φονικό που έγινε στο Σουφλί, στα τέλη του Οκτώβρη του 1908, ανήμερα του Αη Δημήτρη.
Ο Δημήτριος Γλύστρας ήταν από τους πιο ακουστούς άρχοντες του τόπου, με όνομα, βιος και υπόληψη. Η φαμίλια του από τις πιο μεγάλες στην πολιτεία και από τις πιο παλιές. Κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία από τον πατέρα του, σε χτήματα, μουριές, σταροχώραφα, αμπέλια, μποστάνια και μπιτζικλίκια. Μα την αυγάτισε κι ο ίδιος, σαν το μαγαζί του γονιού του το έκανε εμπορικό, με την ταμπέλα που έγραφε με κεφαλαία γράμματα: «Εισαγωγές και εξαγωγές». Ό,τι έμπαινε κι έβγαινε στην πολιτεία ήταν δικιά του δουλειά. Γι’ αυτό κρατούσε στα χέρια του όλο το Σουφλί με το χρήμα του εκείνα τα χρόνια.
*
Αρμένηδες ή Οβριοί ποτές δεν θυμόταν να μπόρεσαν να στεργιώσουν εκεί. Ακόμα και οι Τουρκαλάδες είχαν πάρει από νωρίς το φύσημά τους από το Σουφλί.
*
Το μυαλό του δούλευε στ’ αλισβερίσι και στο διάφορο. Σαν έμπορας πήγαινε ν’ αυγατίσει το βιός του και τα καζάντια του.
Άνοιγε εύκολα πιστώσεις στους πελάτες του και τους έκανε τέτοιες «ευκολίες» που τον πλέρωναν όχι μόνο «τοις μετρητοίς», μα και σε είδος απ’ την παραγωγή τους, σε κρασί, κουκούλια, μπαμπάκι και δημητριακά. Η μέθοδος ήταν πολύ απλή. έδινε σα να λέγαμε στο χωριάτη, στις δύσκολες ώρες του χειμώνα, μια οκά άχυρο για να του πάρει αντίστοιχα μια οκά σιτάρι κατά το θέρος. Το ίδιο γινόταν και με τα χλωρά κουκούλια που τα ’παιρνε πίσω «ξερά» και κλιβανισμένα. Φυσικά, δάνειζε και χρήματα με τόκο, με τους ίδιους όρους, φροντίζοντας να τους δένει καλά με ομόλογα που έπρεπε να ξοφλούνται μέχρι την τελευταία πεντάρα τον καιρό της σοδειάς.
Περιττό να σημειώσουμε εδώ, πως ο μεγαλομπακάλης δεν χώνευε καθόλου τον προεστό. Μάλιστα τώρα που άρχισε να τον συναγωνίζεται στο εξωτερικό εμπόριο και είχε πάρει την αντιπροσωπεία μιας μεγάλης ιταλικής εταιρείας για την εξαγωγή των κουκουλιών. Φανταζόταν πως δεν θα περνούσε πολύς καιρός και θα γινόταν αυτός ο αδιαφιλονίκητος ρυθμιστής της κουκουλοαγοράς, έφτανε μονάχα να ’βγαινε από τη μέση ο κύριος Γλύστρας, ο πιο επικίνδυνος ανταγωνιστής του.
Μάθαινε ο Γλύστρας, κάθε τόσο από τους δικούς του, ό,τι βρωμιά λεγόταν στο παζάρι και στο μαγαζί του κουνιάδου του Λεφάκη και τι ο ίδιος ετούτος τον κατηγορούσε.
-Φοβού τας διαβολάς καν ψευδείς ώσιν. Μη το ξεχνάς ετούτο, κύριε Δημητρό, κάτι ξέρανε και οι παλαιοί, του είπε μια μέρα ο φίλος του γεροσχολάρχης.
-Και συ, δάσκαλε, μην ξεχνάς τον Αισώπειο μύθο των κοράκων, απάντησε ο άρχοντας.
Δεν έδινε καμιά σημασία, ώσπου ένα βράδυ βρυχερό, ανήμερα της γιορτής του, την ώρα που γύριζε από το σπίτι του αδελφού του, ένας παρακεντές του κουνιάδου του Λεφάκη, με την κάμα του, παραμονεύοντας τον μέσα στο σκοτάδι, τον ξάπλωσε νεκρό μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού του.
Τώρα, πως μπορώ να ξεχάσω και να μη θυμηθώ τον μεγάλο λόγο της θείας Κλεονίκης Γλύστρα, όταν αναπάντεχα κάποτε βρέθηκε μπροστά στο φονιά του άντρα της, που πεσμένος στα γόνατά της –τέλειο ράκος στα στερνά του- της ζήτησε με αναφιλητά να τον σχωρέσει για το μεγάλο κακό που της έκανε;
-Σχώραμε, κυρά, για το φαρμάκι που σε πότισα. Ας όψονται ετούτοι που με βάλανε στο μεγάλο κρίμα. Τι να ’κανα ο μαύρος; Με είχαν χειροπόδαρα δεμένο στη δούλεψή τους, σαν ήμουν σέμπρος στα χτήματά τους και τους χρώσταγα τα μαλλοκέφαλά μου. Δε μ’ άφηναν τα χρέγια και οι αρρώστιες της γυναίκας και του παιδιού μου, που είσαντε του θανατά… Αχ, αν ήξερες πως μου ’βαλαν τη θελιά στο λαιμό εκείνον τον καιρό… Η φτώχεια, κυρά, είναι κατάρα και κακός συμβουλάτορας η πείνα, πανάθεμά τηνε… Σχώραμε κυρά… σχώραμε…
Κι εκείνη, η άτυχη πάντα και πολύπαθη θεία μου, που ήξερε καλά τα βάσανα και τους παραδερμούς εκείνου του ανθρωπάκου, που πολλές φορές έως τότε του συμπαραστάθηκε στη δυστυχία και στη φτώχεια του –χωρίς καν να γνωρίζει τίποτα από το παρελθόν του, έως εκείνη τη στιγμή της εξομολόγησής του- σαν ξεπέρασε τη φρίκη της, δεν δίστασε να του πει.
-Σχωρεμένος να ’σαι, κυρ-Αποστόλη από μένα. Κοίταξε τώρα πως θα σε ελεηθεί και ο Θεός…
Έρευνα –Επιμέλεια
Σταύρος Παπαθανάκης
Δημοσιεύθηκε στον «Βορέα», στο τεύχος 11 Απρίλιος 2006
Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Αθανασίου στο Σουφλί - Του Ζήση Φυλλαρίδη
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου στο Σουφλί - Του Ζήση Φυλλαρίδη
Μέσα στο πλούσιο ιστορικό και πνευματικό περιβάλλον της περιοχής μας ξεχωρίζει και μία άλλη, ξεχωριστή του πλευρά που ίσως να συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη με την ιστορία αυτού του τόπου. Και ο λόγος για την πνευματική παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που πέρα από το μεγάλο πνευματικό έργο που άφησε (και αφήνει) κατά την διάρκεια των αιώνων στην περιοχή μας, έχει αφήσει και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό γνώρισμα. Και ο λόγος για τα μνημεία που συνδέθηκαν με τον λατρευτικό χαρακτήρα της μακραίωνης αυτής παράδοσης και παραμένουν ανέπαφα από τον χρόνο σε κάθε σημείο της Θράκης ως φάροι του πνευματικού αυτού φωτός και ως ενθύμια ενός λαμπρού παρελθόντος που ξεκίνησε από την περιοχή αυτή.
Στο παρόν κείμενο θα εστιάσουμε στην ιστορία και στο παρελθόν ενός από τους ποιο χαρακτηριστικούς ναούς της περιοχής μας , και συγκεκριμένα για τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Σουφλί , προσπαθώντας έτσι αφενός να διασώσουμε τις σπάνιες ιστορικές μαρτυρίες που ευτυχώς σώζονται έως σήμερα σε ορισμένα σχεδόν ξεχασμένα έγγραφα, και αφετέρου να θυμίσουμε στους σημερινούς κατοίκους της περιοχής τον ιερό χαρακτήρα που κατέχει ένα από μνημεία της περιοχής τους.
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου ουσιαστικά υπήρξε στο παρελθόν Μητροπολιτικός Ναός καθώς κατά την περίοδο 1925-1935 υπήρξε έδρα της Μητρόπολης. Το λαμπρό παρελθόν του συγκεκριμένου ναού άλλωστε μαρτυρούν και τα ανεκτίμητης αξίας κειμήλια που βρίσκονται στο εσωτερικό του αλλά και ο ίδιος ο ρυθμός της κατασκευής του. Οι διαστάσεις του ναού σύμφωνα με τον λαογράφο Χρήστο Παπασταματίου είναι περίπου
Εδώ βέβαια μπορούμε να παρατηρήσουμε ένα στοιχείο που συναντάτε σε αρκετούς παλαιούς ναούς ιστορικής αξίας. Στον γυναικωνίτη οδηγούν δύο είσοδοι κατ’ ευθείαν από τον περίβολο του ναού, μία από τον βορά και μία από τον νότο – και επομένως και δύο κλίμακες. Επίσης από τον Νάρθηκα
Ο ναός έχει ρυθμό «Βασιλικής» αλλά σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εκκλησίες του συγκεκριμένου ρυθμού τα παράθυρα του είναι αρκετά μικρά ωστόσο το φως που εισέρχεται είναι αρκετό.
Αλλά και η εσωτερική χωροθέτηση του ναού είναι εξαιρετική. Η στέγη του στηρίζεται σε 12 κίονες κυλινδρικού σχήματος με στολισμένα κιονόκρανα και επάνω τους βρίσκονται οι εικόνες των 12 Αποστώλων.
Όπως μας πληροφορεί ο γνωστός λαογράφος Χρήστος Παπασταματίου στα «Λαογραφικά του Σουφλίου» μέχρι το 1963 τα δύο πλευρικά κλίτη χωριζόταν από ένα μέσον κλίτος με ξύλινα στασίδια που ήταν στερεά αλλά κακότεχνα. Επίσης αναφέρει πως αργότερα τα συγκεκρημένα στασίδια αντικαταστάθηκαν από καινούργιες καρέκλες ούτως ώστε η παρακολούθηση των Ιερών Τελετών να είναι ευκολότερη από τους πιστούς.
Ας έρθουμε όμως να δούμε και τι είναι εκείνο που εντυπωσιάζει τον ξένο επισκέπτη που για πρώτη φορά εισέρχεται σε έναν τόσο παλαιό και ιστορικής αξίας ναό. Και αυτό δεν είναι άλλο παρά το σκαλιστό εικονοστάσι αλλά και ο άμβωνας και το Δεσποτικόν. Όλα τους είναι δουλεμένα με ιδιαίτερη τεχνοτροπία από τον φημισμένο τεχνίτη της εποχής (1840-1870) τον Στρατή Κελεδούρη από την Κεσάνη της Ανατολικής Θράκης ο οποίος είχε αναλάβει την φιλοτέχνηση αρκετών ναών της Κωνσταντινούπολης και άλλων πόλεων της Ανατολικής Θράκης. Έτσι λοιπόν ακόμη και σήμερα ισχύει κάτι για το οποίο μας μιλούσανε και οι παλιοί Σουφλιώτες. Όσοι ξένοι επισκεπτόταν από τότε τον ναό έμεναν και μένουν έκθαμβοι από την ομορφιά των ξυλόγλυπτων. Και ιδιαίτερα από τον τρόπο με τον οποίον ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης αποτυπώνει τους ιερούς συμβολισμούς της Χριστιανικής παράδοσης στο εξαίρετο τέμπλο του ναού, ενώ είναι περισσότερο από εμφανές ότι ο Εσταυρωμένος και οι συμβολικές παραστάσεις τον κέντρο του Τέμπλου είναι κάτι περισσότερο από θαύμα τέχνης!
Ερευνώντας όμως έναν τέτοιο ναό με ένα τόσο πλούσιο ιστορικό παρελθόν αλλά και με μία τόσο έντονη ιερότητα του χώρου γενάτε και ένα εύλογο ερώτημα: Πότε και με ποιόν τρόπο χτίσθηκε ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου; Αυτό είναι ερώτημα που βέβαια δεν περιμένει την απάντηση του από ιστορικά αρχεία και γραπτά κείμενα καθώς αυτά στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχουν. Η μοναδική ίσως έγκυρη μαρτυρία βρίσκεται στα «Λαογραφικά του Σουφλίου» του κ.Χρήστου Παπασταματίου ο οποίος στις σελίδες του συγκεκριμένου έργου μας περιγράφει τις μαρτυρίες ορισμένων παλαιών κατοίκων του Σουφλίου που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γνώριζαν ορισμένα πράγματα σχετικά με την απαρχή του τόσο ιερού αυτού κτίσματος. Ανάμεσα στους αρκετούς αυτούς παλιούς κατοίκους του Σουφλίου ήσαν οι εξής: ο γέρος παπά Ζαπαρτίδης, ο φαρμακοποιός κ. Γεώργιος Μπρίκας, ο παπά Χρήστος Κορότσιος, ο Χρ. Παρθένος που ήταν αγγειοπλάστης και ο Ηλίας Χαραμπάρας πατέρας της καθηγήτριας Τότας Χαραμπάρα.
Όλοι αυτοί – σύμφωνα με τον παλιό λαογράφο του Σουφλίου – υποστήριζαν πως προτού ανεγερθεί η Εκκλησία αυτή που λειτουργεί εώς σήμερα , στη θέση της υπήρχε κάποιο μικρότερο κτίσμα που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Χριστόφορο. Ωστόσο το συμπέρασμα του λαογράφου είναι πως μάλλον το συγκεκριμένο εκκλησάκι είχε κτιστεί από τους καμπιώτες (δηλ. τους κατοίκους της κάτω πλευράς του Σουφλίου) προκειμένου να αποφύγουν την ανάβαση προς τον ναό του Αγίου Αθανασίου που βρίσκεται αρκετά ψηλότερα.
Κατά τον ίδιο συγγραφέα ο φαρμακοποιός κ. Γεώργιος Μπρίκας έλεγε πως κάποια χρόνια πριν το κτίσιμο της εκκλησίας με την σημερινή της μορφή, υπήρξε μία θρησκευτική οργάνωση, «Ο Άγιος Γεώργιος» η οποί συγκέντρωνε χρήματα από εράνους με σκοπό το κτίσιμο του ναού.
Λέει επίσης πως σύμφωνα με τις πληροφορίες ενός άλλου γέροντα, του κ Ηλία Χαραμπάρα, κατά το κτίσιμο του ναού ρίχνανε στην αυλή μαντήλια γεμάτα με χρυσές λίρες.
Επίσης λέγεται πως όταν ο τότε Μητροπολίτης Διδιμοτείχου Μελέτιος ζήτησε άδεια από τις τότε οθωμανικές αρχές με αποτέλεσμα να σταλεί κάποιος τούρκος υπαξιωματικός για να επιβλέπει την χάραξη των θεμελίων. Λέγεται μάλιστα ότι για να μη εμποδίσει την χάραξη των διαστάσεων (που καθοριζόταν από τις τότε κατοχικές αρχές) ο τούρκος υπαξιωματικός δωροδοκήθηκε για να κάνει τα στραβά μάτια και να μη εμποδίσει την όποια χωροθέτηση των διαστάσεων της εκκλησίας. Έτσι και η εκκλησία σε λίγο ορθώθηκε μεγάλη, και η εμφάνιση της ήταν κάτι περισσότερο από ωραία.
Όσον αφορά το εσωτερικό του ναού, οι τοίχοι έχουν κτιστεί με πέτρα πελεκητή και αρκετά στέρεα, ενώ η ποιότητα τους είναι άριστη και μεγάλης αντοχής. Λέγεται δε πως την πέτρα για το κτίσιμο την μετέφεραν από το χωριό Πετράδες του Διδιμοτείχου και το Πύθιο, και από τον σταθμό μέχρι την Εκκλησία την κουβαλούσαν με αμάξια.
Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες από παλαιότερες λαογραφικές έρευνες το καμπαναριό του Ιερού Ναού κτίστηκε κατά το 1910.
Βρίσκεται στο κέντρο του Δυτικού τοίχου του νάρθηκα και είναι σχεδόν εφαπτόμενο με αυτόν.
Το όλον κτίσμα στηρίζεται σε 4 κολώνες από πέτρα πελεκητή, και εξωτερικά έχει διαστάσεις 4Χ4 και ύψος
Οι 4 κολώνες της βάσεως έχουν πάχος 0,80 Χ 0,75 και ύψος
Μέχρι το 10ο μέτρο ύψους το κτίσμα είναι τετράπλευρο. Μετά όμως συνεχίζουν άλλοι τρεις όροφοι σε σχήμα πρίσματος οκταγωνικού με ένα παράθυρο από κάθε πλευρά.
Στον 1ο όροφο του καμπαναριού βρίσκεται η μηχανή του ωρολογίου, που αποτελείται από αρκετούς επί μέρους μηχανισμούς.
Στον 2ο οκτάγωνο πλέον όροφο βρίσκονται τα 4 ωρολόγια με τους δείκτες τους που έχουν μέγεθος ενός μέτρου.
Εδώ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε και μία άλλη μαρτυρία που μας μεταφέρει ο Χρήστος Παπασταμάτιος στις σελίδες των Λαογραφικών του Σουφλίου. Συγκεκρημένα ο παλιός Σουφλιώτης γέροντας Χρ. Παρθένος του είχε πει σε μία συζήτηση τους τα εξείς: Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από το κτίσιμο του ναού και το καμπαναριό δεν είχε κτιστεί ακόμη. Σαν τέτοιο όμως χρησιμοποιούσαν ένα πρόχειρο κατασκεύασμα από τρία όρθια ξύλα σε σχήμα τριγωνικής πυραμίδας στο νοτιο-ανατολικό άκρο του περίβολου της Εκκλησίας.
Μάλιστα ο τότε ιεροκήρυξ του ναού αρχιμανδρίτης Γερμανός, προσπαθόντας να φέρει το φιλότιμο στους τότε κατοίκους του Σουφλίου για να κτίσουν το καμπαναριό ειρωνευόμενος έλεγε: «Πως δεν ντρέπεστε αγαπητοί Σουφλιώτες; Να έχετε μία τόσο ωραία Εκκλησία και για καμπαναριό μία «καρμανιόλα»;
Έτσι το γεγονός αυτό στάθηκε και ως αίτιο της κινητοποίησης του Σωματείου «Άγιος Γεώργιος» και το αποτέλεσμα ήταν η συγκέντρωση δωρεών που τελικώς οδήγησαν στο κτίσιμο του καμπαναριού που στέκει αγέρωχο μέχρι και σήμερα για να μας θυμίζει τις παλαιότερες εκείνες εποχές.
Τέλος εδώ πρέπει να σημειωθεί και ένα από τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που συνδέθηκαν τον προηγούμενο αιώνα με την μεγαλοπρεπή αυτή Εκκλησία . Όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν το 1914 την Θράκη και μπήκαν στο Σουφλί , μαζί με τις υπόλοιπες Εκκλησίες πήραν και αυτήν του Αγίου Γεωργίου.
Διακατεχόμενοι λοιπόν από την εθνικιστική μανία της αλλαγής των Ελληνικών επιγραφών με βουλγαρικά γράμματα της σλαβικής, θέλησαν να γράψουν βουλγάρικα και στην εικόνα του «Παντοκράτορα» της Εκκλησίας αυτής. Όταν όμως ο βούλγαρος ζωγράφος ανέβηκε στην σκαλωσιά για να αλλάξει τα γράμματα ως από θαύματος η σκαλωσιά τσακίστηκε και ο βούλγαρος βρέθηκε κάτω με σπασμένα χέρια και πόδια με αποτέλεσμα να τον μεταφέρουν στην Σόφια για να τον γιατρέψουν!
Η Μεταξένια Πολιτεία: Το Σουφλί ως διαχρονικό κέντρο της παράδοσης του μεταξιού - του Ζήση Φυλλαρίδη
«Όπως είναι φυσικό οι ιδιότητες στα φυτά να κληρονομούνται για πολύ καιρό και όλα ίσως τα φυτά να μοιάζουν με εκείνα απ'τα οποία βλάστησαν, έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Είναι εύλογο, τα ήθη των απογόνων να είναι παραπλήσια με εκείνα των προγόνων.»
Τα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα η περιοχή της Θράκης, αποτελούσαν από τα χρόνια της αρχαιότητας ακόμη μία από τις ποιό σημαντικές ιστορικά περιοχές της Ευρώπης. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους ιστορικούς είναι και οι ξεχωριστές πολιτισμικές παραδόσεις που παρουσιάζουν η καθεμιά από τις περιοχές των Βαλκανίων ξεχωριστά. Η Θράκη όμως πέρα από το πλεονέκτημα να αποτελεί μία περιοχή που βρίσκεται στην ιδιαίτερη αυτή στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση των Βαλκανίων, παρουσιάζει άλλο ένα, ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα, που αυτό ίσως να στάθηκε και ως κύρια αιτία του γεγονότος ότι παρουσίασε μέσω των αιώνων μία ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά. Και το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι αποτελεί "γέφυρα" μεταξύ των δύο μεγάλων ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, σημείο ένωσης των δύο μεγάλων και διαφορετικών πολιτισμών, του δυτικού και του ανατολίτικου, γεγονός που την έκανε να μην χάσει την ευκαιρία να αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλους τους δρόμους που πέρασαν μέσα από αυτήν μέσα στους αιώνες, παίρνοντας έτσι στοιχεία που συντέλεσαν στην δημιουργία ενός μεγάλου μέρους της ξεχωριστής της παράδοσης. Στην παρούσα έρευνα ως κύριο σημείο ενασχόλησης μας θα αποτελέσει ένας από τους δρόμους αυτούς που πέρασαν μέσα από την Θράκη, με έναν από τους δρόμους που μέχρι και σήμερα της προσδίδουν ένα ξεχωριστό πρόσωπο. Και ο λόγος για τον δρόμο του μεταξιού , που έμεινε στην ιστορία του παρελθόντος ως ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο δρόμος που κορύφωσε και έδωσε μία ξεχωριστή λάμψη στην μακρόχρονη πορεία της Θρακικής πολιτισμικής κληρονομιάς, που ανέβασε την περιοχή μας στα ικανοποιητικά επίπεδα του παγκοσμίου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Ωστόσο οι αιώνες που έχουμε διανύσει από τις χρυσές εποχές της ανάπτυξης του μεταξιού αλλά και οι δεκαετίες που πέρασαν από την εποχή της οικονομικής άνθησης λόγο του τομέα αυτού, μας κάνουν να σκεφτούμε πως η μακραίωνη αυτή Ελληνική παράδοση του μεταξιού απαιτεί την δικαίωση της. Άλλωστε στην εποχή λεγόμενης ελεύθερης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, της αμφισβήτησης των πολιτιστικών παρακαταθηκών, και της επίδοξης προσπάθειας για την αλλαγή και την διαγραφή της πραγματικής ιστορίας , είναι αναγκαία η προσπάθεια εκ μέρους μας για την διάσωση ενός σημαντικού μέρους του πολιτισμού μας, σκοπός που βέβαια θα επιτευχθεί μονάχα με την διάσωση και την διάδοση της πραγματικής ιστορικής μας μνήμης. Συνεπώς, έπειτα από την μακρόχρονη και επίμονη έρευνα μας, και με την βοήθεια ορισμένων ειδικών που εδώ και καιρό ασχολούνται με την ιδιαίτερη αυτή παράδοση του μεταξιού, αλλά και με την συμβολή ανθρώπων που έχουν αφιερώσει αρκετά χρόνια στην ενασχόληση με αυτόν τον τομέα, παρουσιάζουμε τα στοιχεία που προέκυψαν από αυτή την αναζήτηση με σκοπό αφενός να επαναφέρουν στο μυαλό μας τις πολύτιμες εκείνες εικόνες του παρελθόντος και αφετέρου να αποτελέσουν έναυσμα για μία μεγαλύτερη συμβολή των τοπικών αρχών στην ανάπτυξη του τομέα αυτού.