Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Η ζωή & το έργο του Δημητρίου Γλύστρα (1859-1908) - Του Ζήση Φυλλαρίδη




Μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της ιστορίας του Σουφλίου και της Θράκης γενικότερα υπήρξε ο Δημήτριος Γλύστρας. Πρόκειται για μία προσωπικότητα η οποία αν και δεν έτυχε ιδιαίτερης προβολής μέσα στην γραπτή ιστορία της περιοχής, ωστόσο διαδραμάτισε συγκεκριμένο ρόλο κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα για την Θράκη. Οι ενυπάρχουσες γνωστές ιστορικές πηγές που σχετίζονται με την ιστορία της Θράκης, δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά με την ζωή και το έργο αυτής της μεγάλης μορφής του Θρακικού Ελληνισμού. Μοναδική μας πηγή για τα όσα θα διαβάσουμε στο παρόν κείμενο είναι οι αναφορές του Κώστα Θρακιώτη στο βιβλίο του «Θρακικές Ιστορίες», καθώς και οι προσωπικές σημειώσεις της αείμνηστης Σταματίας Γλύστρα-Τόγκα, η οποία ήταν ανιψιά του Δημητρίου Γλύστρα.
Ας δούμε όμως ποιος ήταν πραγματικά ο Δημήτριος Γλύστρας και στη συνέχεια ας περάσουμε παρακάτω για να πάρουμε μία ιδέα από τα όσα σημάδεψαν την ζωή και το έργο του.
Ο Δημήτριος Γλύστρας γεννήθηκε το στις 11 Οκτωβρίου του 1859 στο Σουφλί. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Γλύστρας, και μητέρα του η Ελένη Κουτσούδη. Ο πατέρας του κατά την εποχή του 19ου αιώνα θεωρούνταν ο καλύτερος ψάλτης στο Σουφλί, καθώς και ιδιαίτερος γνώστης της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήταν γνωστός στην πόλη ως «ψάλτης» ενώ τα παιδιά του τα αποκαλούσαν «ψαλτούδια».
 Ο Δημήτριος Γλύστρας ήταν ο «πρώτος επιστήμων Σουφλιώτης» όπως έλεγαν παλαιότερα, καθώς ήταν ο πρώτος Σουφλιώτης που σπούδασε σε μορφωτικό ίδρυμα της εποχής, ανοίγοντας με αυτό το παράδειγμα τον δρόμο και σε άλλους. Συγκεκριμένα σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου και γνώρισε τον συμμαθητή του και φίλο μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ίωννα Δραγούμη. Στη συνέχεια ακολούθησε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ’ όπου αποφοίτησε ως νομικός. Διετέλεσε Δήμαρχος Σουφλίου κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (1900-1908), καθώς και Σχολικός Έφορος των Ελληνικών Σχολείων της περιοχής, ενώπιων του οποίου έδιναν προαγωγικές εξετάσεις προφορικές όλοι οι μαθητές και μαθήτριες σύμφωνα με το τότε ισχύον σύστημα. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ιδιαίτερα φρόντισε για την οργάνωση των Ελληνικών Σχολείων και συνέδραμε αυτά οικονομικώς, προσφέροντας δικά του χρήματα.

Η πρώτη γυναίκα του Δημητρίου Γλύστρα ήταν η Χρυσή Τουντζιρίδου, η οποία όμως πέθανε έξι μήνες μετά τον γάμο τους. Έτσι ο Δημήτριος Γλύστρας μετά τον θάνατο της γυναίκας του παντρεύεται την Κλεονίκη Κυριαζοπούλου, δασκάλα από την Αδριανούπολη, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του γνωστού ποιητή και λογοτέχνη Κώστα Θρακιώτη.
Ο Κώστας Θρακιώτης, ακούγοντας ήδη από τα παιδικά του χρόνια τις διηγήσεις της θείας του Κλεονίκης, αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο «Το φονικό που έγινε στο Σουφλί» για τον Δημήτριο Γλύστρα στο βιβλίο του «Θρακικές Ιστορίες». Εκεί μεταξύ άλλων διαβάζουμε τα εξής: «Ο Δημήτριος Γλύστρας ήταν από τους πιο ξακουστούς άρχοντες του τόπου, με όνομα, βιός και υπόληψη. Η φαμίλια του από τις πιο μεγάλες στην πολιτεία και από τις πιο παλιές. Κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία από τον πατέρα του, σε χτήματα, μουριές, σταροχώραφα, αμπέλια, μποστάνια, και μπιτζικλίκια. Μα την αυγάτισε και ο ίδιος, σαν το μαγαζί του γονιού του το έκανε μεγάλο εμπορικό, με την ταμπέλα που έγραφε με κεφαλαία γράμματα ‘’Εισαγωγές και εξαγωγές’’. Ότι έμπαινε κι έβγαινε στην πολιτεία ήταν δικιά του δουλειά. Γι’ αυτό κρατούσε στα χέρια του όλο το Σουφλί με το χρήμα του εκείνα τα χρόνια. Λέγανε πως ήταν τετραπέρατος και το πρώτο μυαλό, που δεύτερο δε βρισκόταν σε όλο το βιλαέτι της Θράκης. Γενναιόδωρος όσο έπρεπε, υποστήριζε πάντα τους αδύνατους και τους φτωχούς. Δεν αρνιότανε καμιά χάρη σ’ όποιον του τη ζήταγε. Είχαν να λένε μάλιστα για την καλοσύνη της ψυχής του και για το πραγματικό κεμπαριλίκι, την αρχοντιά. Για όλα ετούτα μέσα στην Κοινότητα είχε το προβάδισμα ανάμεσα σε όλους τους δημογερόντους. Ο λόγος του ακουγόταν κι έκοβε σαν το δαμάσκηνο σπαθί…. Με τους Τούρκους ήξερε πάντα να τα’ χει καλά. Με πεσκέσια και λογής-λογής μπαξίσια να χορταίνει το ταμάχι τους. Σε τούτον τον μπέη θα χάριζε ένα άτι. Στον άλλον τεφαρίκι, ένα ρολόγι διαμαντένιο, ή ταμπακιέρα χρυσαφένια, ή κομπολόγι κεχριμπαρένιο με ρόγα χοντρή, ή τσιμπούκι με ναργιλέ ξεχωριστό, ή ότι άλλο». Αυτό όμως που μας κάνει να συμπεράνουμε πως επρόκειτο για έναν πραγματικό αγωνιστή της απελευθέρωσης της Θράκης, είναι το εξής. Ο Δημήτριος Γλύστρας καθοδηγούσε τον κόσμο προς την απελευθέρωση από τους Τούρκους, όχι μέσα από εξεγέρσεις και απερίσκεπτες ένοπλες συμπλοκές, αλλά δια τις διπλωματικής οδού προετοίμαζε το έδαφος για την ελευθερία. Όταν κάποιοι άλλοι συνεπαρμένοι από το πάθος και τον ενθουσιασμό προέτρεπαν σε βιαστικές αποφάσεις, αυτός μέσω τις διορατικότητας που τον διακατείχε πρότεινε την σωστή οδό. Ήταν – όπως θα λέγαμε σήμερα- ένας χαρισματικός πολιτικός που λειτουργούσε με διορατικότητα, όντας ικανός να βλέπει πίσω από αυτά που πραγματικά φαινόταν.
Όπως γράφει στις προσωπικές σημειώσεις της η αείμνηστη δασκάλα Σταματία Γλύστρα Τόγκα «Δυστυχώς, αυτός ο τόσο αξιόλογος και άψογος από κάθε άποψη άνθρωπος, έπεσε θύμα εμπάθειας και ταπεινών ελατηρίων συμπατριωτών του, οι οποίοι εφθόνησαν την ψυχική ανωτερότητα και την πνευματική του υπεροχή και έφθασαν μέχρι του σημείου να τον κατασυκοφαντήσουν και να μετατραπούν σε ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας του». Πως όμως έγινε αυτό; Την απάντηση δίνουν τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα. Στο παρόν κείμενα θα σταθούμε σε δύο μεγάλες πράξεις του Δημητρίου Γλύστρα, οι οποίες αν και ήταν κάτι παραπάνω από πατριωτικές και επωφελείς για την πόλη του Σουφλίου και τους Έλληνες της Θράκης, ωστόσο κάποιοι μετέστρεψαν την έννοια τους και τις χρησιμοποίησαν ως κατηγορίες εναντίον του Δημητρίου Γλύστρα προκειμένου να καταλάβουν αυτοί το κοινωνικό του αξίωμα. 
Ο Δημήτριος Γλύστρας, μαζί με τον Κωνσταντίνο Κουρτίδη, και τον Παναγιώτη Λεφάκη, ίδρυσαν μια οργάνωση πατριωτική, γνωστή και ως «Κομιτάτο του Σουφλίου», που είχε ως σκοπό την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους. Την οργάνωση αυτή ίδρυσαν έπειτα από μία μυστική συνάντηση που είχαν κάποια μέρα με τους δημογέροντες και τους άρχοντες του τόπου, σε κάποια μυστική τοποθεσία στην Αγελαδαριά. Σε κάθε συνάντηση του Κομιτάτου γινόταν συζητήσεις για το πώς και πότε θα ξεκινήσει ο αγώνας για την απελευθέρωση. Αρκετοί αυτοί που ήθελαν να μπουν στο κομιτάτο. Άλλοι από αγνό πατριωτισμό, άλλοι για να γίνουν γνωστοί καθώς μέχρι πρότινος ήταν άγνωστοι, κι άλλοι για να κάνουν περιουσίες από αυτές που θα άφηναν πίσω τους οι Τούρκοι μπέηδες. Οι απόψεις που ακουγόταν ήταν διάφορες, και πολλές φορές στερούνταν λογικής. Σε τέτοιες περιπτώσεις παρενέβαινε ο Δημήτριος Γλύστρας και μετρίαζε τα πράγματα. Μία τέτοια ήταν και η περίπτωση με τον γιατρό Λεφάκη. Ο Λεφάκης υποστήριξε πως πρέπει να βρεθούν όπλα και πολεμοφόδια, ούτως ώστε να ξεκινήσει ο ένοπλος αγώνας του Κομιτάτου. Τα νεότερα μέλη θα αποτελούσαν τους μαχητές ενώ μετά την απελευθέρωση θα αποτελούσαν την εθνοφρουρά του τόπου. Ακούγοντας αυτή την εκδοχή ο Δημήτριος Γλύστρας διαφωνώντας αντέκρουσε τα όσα είπε ο Λεφάκης, λέγοντας πως εάν ξεκινούσε κάτι τέτοιο, τότε το Σουφλί θα έδινε στόχο και θα κινδύνευαν να πνιγούν στο αίμα από τον Οθωμανικό στρατό. Άποψη του ήταν ότι το Κομιτάτο θα έπρεπε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι τέτοιο, και πως μέχρι εκείνη τη στιγμή έπρεπε να λειτουργούν μέσω της διπλωματίας. Έτσι με την διατύπωση του αυτή, καθώς και με την αμέριστη συμπαράσταση των δημογερόντων που συμμετείχαν στις μυστικές συνεδριάσεις του κομιτάτου, ο Δημήτριος Γλύστρας απέτρεψε μία πνιγμένη στο αίμα εξέγερση, που θα πήγαινε αρκετά πίσω την ώρα της απελευθέρωσης.  

Η επιτύμβια στήλη στον τάφο του Δημητρίου Γλύστρα που σώζεται μέχρι σήμερα στο  νεκροταφείο Σουφλίου. 

Όπως είναι γνωστό ήδη από το 1908 εμφανίστηκε δυναμικά στα πολιτικά δρώμενα της τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας το λεγόμενο «κίνημα των Νεότουρκων». Η δυναμική του κινήματος καθώς και η επιρροή τους στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα των Τούρκων, έκαναν τον Σουλτάνο να έρθει σε συμβιβασμό απέναντι τους. Έτσι την ίδια χρονιά προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη της Εθνοσυνέλευσης, η σύνθεση της οποίας θα καθόριζε και το μέλλον αλλά και τον ιδεολογικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας. Οι εκλογές θα γινόταν σε δύο γύρους. Στον πρώτο ο λαός θα ψήφιζε τους εκλέκτορες του, και στον δεύτερο οι εκλέκτορες θα έβγαζαν τους βουλευτές. Για το Σαντζάκι (επαρχία) του Δεδέαγατς, που υπαγόταν και το Σουφλί, σαν εκλέκτορας βγήκε και ο Δημήτριος Γλύστρας, ενώ ακολούθησαν ο Κωνσταντίνος Κουρτίδης, καθώς και ο Πασχάλης Παπάζογλου. Οι εκλέκτορες έπρεπε να διαλέξουν από τους υποψήφιους που παρουσιάστηκαν τον έναν. Στις καθιερωμένες σε καθημερινή βάση συνεστιάσεις του κομιτάτου, οι απόψεις που ακούστηκαν – και κυρίως από την πλευρά του ιατρού Λεφάκη- ήταν οι εξής. Οι εκλέκτορες θα έπρεπε να επέλεγαν ως βουλευτή – εκπρόσωπο για την περιοχή όχι κάποιον Τούρκο, αλλά κάποιον Βούλγαρο, καθώς κατά τη δική τους γνώμη εάν επικρατούσαν οι Βούλγαροι στην περιοχή, αυτό θα ήταν ένα θετικό αποτέλεσμα για την τότε μειονότητα των Ελλήνων, καθώς οι Βούλγαροι ήταν κι αυτοί μειονότητα στην περιοχή, και κυρίως πίστευαν με τους Έλληνες στην ίδια θρησκεία. Ο Δημήτριος Γλύστρας έχοντας αντιληφθεί τι θα σήμαινε η Βουλγαρική επικράτηση (όπως και πραγματικά επιβεβαιώθηκε λίγα χρόνια αργότερα κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στη Θράκη), αντέκρουσε την γνώμη του Λεφάκη και των άλλων υποστηρικτών του εντός του κομιτάτου, αποφασίζοντας να στηριχτεί κάποιος Τούρκος για να εκλεγεί στη θέση του βουλευτή. Κι αυτό διότι πίστευε πως η τύχη των Ελλήνων της Θράκης θα ήταν καλύτερη υπό την Τουρκική παρά υπό την Βουλγαρική διοίκηση. Δηλαδή επέλεξε να διαλέξουν αυτό που θα λέγαμε «το λιγότερο κακό». Βέβαια, οι πιέσεις προς απερίσκεπτες και βιαστικές κινήσεις δεν ερχόταν μονάχα από το εσωτερικό του κομιτάτου.
Το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, δια του Ελληνικού Προξενείου στην τότε Τουρκοκρατούμενη Αλεξανδρούπολη, υπέδειξε στους Γλύστρα, Κουρτίδη και Παπάζογλου να στηριχθούν μεν Τούρκοι ως βουλευτές, αλλά ως εξής.  Θα έπρεπε να στηριχθούν οι Νεότουρκοι υποψήφιοι, δηλαδή αυτοί που άνηκαν στο νεογέννητο Εθνικιστικό κίνημα που υποστήριζε την εθνική καθαρότητα  των Τούρκων, και όχι οι Παλαιότουρκοι, δηλαδή αυτοί που υποστήριζαν την συνέχιση της Οθωμανικής Αυτοκρατωρίας. Όπως ήταν επόμενο, ο Δημήτριος Γλύστρας μαζί με τους άλλους δύο Σουφλιώτες εκλέκτορες, γνωρίζοντας ποιες ήταν οι ενδόμυχες βλέψεις των Νεότουρκων για το Ελληνικό στοιχείο της Θράκης, έδειξαν πλήρη ανυπακοή στο Προξενείο και έτσι στήριξαν τους Παλαιότουρκους.
Εδώ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον  να αναφέρουμε ότι και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις η ιστορία δικαίωσε πλήρως τις θέσεις αλλά κυρίως τις πράξεις του Δημήτριου Γλύστρα. Από την μία πλευρά ήταν ενάντια στην εκλογή Βούλγαρου βουλευτή, καθώς πίστευε πως η επικράτηση των Βουλγάρων θα ήταν ενάντια στο Ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Κι έτσι έγινε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του, όπου το 1913 η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Θράκης εκτοπίστηκε από τις πατρογονικές εστίας, και αναγκάστηκε να διαφύγει στην απελευθερωμένη πια Ελλάδα. Κάτι που δεν είχε γίνει μέσα στα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας. Από την άλλη πλευρά δικαιώθηκε και με την επιλογή των Παλαιότουρκων, καθώς είναι ευρέως γνωστό το τι συνέβη στην Τουρκία με την επικράτηση των Νεότουρκων του Κεμάλ…..
 Το επιθανάτιο ποίημα που έγραψε ο Χριστόδουλος Γλύστρας, αδελφός του Δημητρίου Γλύστρα

Ωστόσο, όλη η ζωή και η μεγάλη κοινωνική θέση του Δημήτριου Γλύστρα μέσα στην πολιτεία του Σουφλίου και σε όλη τη Θράκη, δεν θα ήταν δυνατόν να μην δημιουργήσουν αντίζηλους του. Αντίζηλους οι οποίοι ήθελαν να τον εξαφανίσουν από προσώπου γης διότι τους επισκίαζε με την προσωπικότητα και τις ικανότητες του. Άνθρωποι που ήθελαν να πάρουν την πρωτιά που κατείχε αυτός στην κοινωνική, οικονομική, και πολιτική ζωή της περιοχής. Χρησιμοποίησαν την ανυπακοή του στο Προξενείο ως δείγμα «αντιπατριωτικής δράσης» και κατάφεραν σε λίγες ημέρες να στρέψουν μεγάλο μέρος του κόσμου εναντίον του. Απόδειξη ότι τα κίνητρα τους ήταν προσωπικά είναι και το γεγονός ότι οι δύο άλλοι εκλέκτορες Κουρτίδης και Παπάζογλου έμειναν ανέπαφοι. Έτσι, στις 28 Οκτωβρίου του 1908, ένα «άγνωστο» χέρι μέσα από το οργισμένο πλήθος σκότωσε τον Δημήτριο Γλύστρα.
Ο Ίων Δραγούμης πληροφορηθείς την δολοφονία του Δημήτριου Γλύστρα κίνησε ουρανό και γη για την διαλεύκανση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα αυτής της κινητοποίησης του ήταν να συλληφθούν και να φυλακιστούν μερικοί από τους υπαίτιους της δολοφονίας του στη Θεσσαλονίκη, όταν με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1913 βρέθηκαν σαν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη.
Τον επίλογο όμως αυτού του δράματος μας μεταφέρει μέσα από μία διήγηση της θείας του και συζύγου του Δημητρίου Γλύστρα με τον πλέον απαράμιλλο τρόπο ο Κώστας Θρακιώτης στο βιβλίο του «Θρακικές Ιστορίες»:
«Τώρα, πως μπορώ να ξεχάσω και να μη θυμηθώ τον μεγάλο λόγο της θείας Κλεονίκης Γλύστρα, όταν αναπάντεχα κάποτε βρέθηκε μπροστά στο φονιά του άντρα της, που πεσμένος στα γόνατα της – τέλειο ράκος στα στερνά του – της ζήταγε με αναφιλητά να τον σχωρέσει για το μεγάλο κακό που της έκανε;
-Σχώραμε, κυρά, για το φαρμάκι που σε πότισα. Ας όψονται ετούτοι που με βάλανε στο μεγάλο κρίμα. Τι να’ κανα ο μαύρος; Με είχαν χειροπόδαρα δεμένο στη δούλεψη τους, σαν ήμουν σέμπρος στα χτήματα τους και τους χρώσταγα τα μαλλοκεφαλά μου. Δε μ’ άφησαν τα χρέγια και οι αρρώστιες της γυναίκας μου και του παιδιού μου, που είσαντε του θανατά… Αχ, αν ήξερες πως μου βάλαν τη θελιά στο λαιμό εκείνον τον καιρό… Η φτώχεια, κυρά, είναι κατάρα και κακός συμβουλάτορας η πείνα, πανάθεματηνε… Σχώραμε κυρά σχώραμε….
Κι εκείνη, η άτυχη πάντα και πολύπαθη θεία μου, που ήξερε καλά τα βάσανα και τους παραδαρμούς εκείνου του ανθρωπάκου, που πολλές φορές έως τότε του συμπαραστάθηκε στη δυστυχία και στη φτώχια του – χωρίς καν να γνωρίζει τίποτα για το παρελθόν του, έως εκείνη τη στιγμή της εξομολόγησης του – σαν ξεπέρασε τη φρίκη της, δεν δίστασε να του πει.
-Σχωρεμένος να’ σαι κυρ Αποστόλη από μένα. Κοίταξε τώρα πως θα σε ελεηθεί και ο Θεός….»

Βίος Νεόφυτου Παπαναστασίου - Από την εκδήλωση τιμής προς τον Ν. Παπαναστασίου




«Παραμονή της Πρωτοχρονιάς στις 31 Δεκεμβρίου 1970. Οι υπάλληλοι της Δημαρχίας καθάριζαν το κτήριο σαν να ετοιμαζόταν μια γιορτή . Ξαφνικά σταματάει μπροστά στο ισόγειο της Παλιάς Δημαρχίας μπροστά απ’ το παλιό ταχυδρομείο μία κούρσα και βγαίνει από μέσα ένας γνωστός Αλεξανδρουπολίτης ο Ευάγγελος Βογιατζής. Μετέφερε τη σορό του Νεόφυτου Παπαναστασίου που την μέρα εκείνη είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. Αμέσως με εντολή του τότε Δημάρχου Ελευθέριου Κακαλή άνοιξαν οι πόρτες της Δημαρχίας και ο Νεόφυτος Παπαναστασίου εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Ξαναγύρισε έτσι στο χώρο εκείνο που είχε γίνει πεδίο των οραματισμών του και της ακάματης δραστηριότητας του πριν από 30 χρόνια, και όπου πριν 88 χρόνια είχε δει το φως της ζωής.
Ο Σταμάτιος Καπουσούζης, αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα, γεννήθηκε στο Σουφλί το 1882. Γιος του ιερέα Παπαναστάση ανατράφηκε σε περιβάλλον φιλόθρησκο που το χαρακτήριζε η ηθική και η ευσέβεια. Από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλήση στα γράμματα γι’ αυτό όταν τέλειωσε η φοίτηση στην Αστική Σχολή Αρρένων του Σουφλίου ξενιτεύτηκε στην Αδριανούπολη όπου φοίτησε στο φημισμένο για την εποχή Γυμνάσιο της. Αποφοιτά το 1904 και προσφωνεί τους επισήμους κατά την τελετή επίδοσης των απολυτηρίων. Την ίδια χρονιά διορίζεται δάσκαλος από την Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου στην Αστική Σχολή Αρρένων στο Σουφλί, η οποία από το 1920 μέχρι και σήμερα λειτουργεί ως 2ο Δημοτικό Σχολείο.
Δημιουργεί στο μεταξύ οικογένεια, γίνεται πατέρας, αλλά χάνει την γυναίκα του. Αποφασίζει να σπουδάσει θεολογία. Σε ένα προσωπικό του σημείωμα διαβάζουμε τα εξής: «Μετά τον θάνατον της πρώτης μου συζύγου και την παραίτησιν μου από της διδασκαλικής θέσεως εν τη Τουρκοκρατουμένη τότε γεννέτειρα μου Σουφλίου απεφάσισα να σπουδάσω θεολογίαν. Το δεύτερον έτος των σπουδών μου προυχειρίσθην εις Διάκονον. Αποφοιτήσας αριστούχος το 1909 εστάλην ως υπότροφος εις Γερμανίαν προς εξακολούθησιν των σπουδών μου. Απαιτήσει δε λαού και επινεύσει εκκλησίας προήχθην εις αρχιμανδρίτην προυχειρισθείς τοιούτος εν τω Πατριαρχικώ Ναώ Κωνσταντινουπόλεως κατά την εκεί διέλευσιν μου εις Γερμανίαν».
Εκεί στη Γερμανία σπουδάζει για 3 χρόνια φιλοσοφία στο Greiswald στην αρχή και μετά στο Βερολίνο. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1913 και με την κήρυξη των Βαλκανικών  Πολέμων κατατάσσεται εθελοντικά ως ιεροκήρυκας στο στράτευμα. Κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Χίου αποβιβάζεται από τους πρώτους, μπαίνει επικεφαλής εθελοντικού στρατιωτικού σώματος και παίρνει  μέρος σε πολλές μάχες. Για την δραστηριότητα του αυτή του απονεμήθηκαν 12 μετάλλια και τιμητικές διακρίσεις καθώς και ο Αργυρός Σταυρός των Ιπποτών του Σωτήρος,
ο οποίος βρίσκεται μαζί με την επιστολή που υπογράφει ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στα εκθέματα της σημερινής έκθεσης.

Μνημείο Σουφλιωτών Μαχητών / Μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος











Φωτογραφίες: Ζήσης Φυλλαρίδης