Η ζωή και το έργο κάποιων
ανθρώπων φέρουν τόσο μεγάλο ιστορικό βάθος, που ακόμη και να προσπαθήσουμε να
τους ξεχάσουμε, αυτοί θα επιστρέψουν και πάλι στην επιφάνεια της ιστορικής
πραγματικότητας. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο θα αναφερθούμε στο παρόν μας άρθρο προσπαθώντας
έτσι να φέρουμε στην επιφάνεια μία από τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του
Σουφλίου και της Θράκης γενικότερα. Ο λόγος για τον Νεόφυτο Παπαναστασίου, μιας
πολύπλευρης αλλά αμφιλεγόμενης για τα πρότυπα της εποχής προσωπικότητας, που
κατάφερε από γόνος μίας πάμφτωχης οικογένειας να διαδώσει τα φώτα του από την
Αδριανούπολη της Οθωμανικής περιόδου, μέχρι την μεσοπολεμική Αθήνα, κι από το ακριτικό
Σουφλί μέχρι και την μακρινή Γερμανία. Από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του
ο Νεόφυτος Παπαναστασίου ασχολήθηκε με πολλούς τομείς, και σε όλους έκανε
μεγάλα βήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που αργότερα του δόθηκε ο τίτλος
«πρωτοπόρος της τοπικής αυτοδιοίκησης». Έχοντας αντιληφθεί την πολύπλευρη του
προσωπικότητα, όσο και την ηθική του υπόσταση, καθώς και το βάθος του πνεύματος
που φάνηκε σε δύσκολες για την Ελλάδα στιγμές, συμπεραίνουμε το εξής. Ο
Νεόφυτος Παπαναστασίου ως πολιτικό και κοινωνικό παράδειγμα είναι αναγκαίος και
επίκαιρος.
Ο Νεόφυτος ήρθε στη ζωή μέσα
από μία φτωχή αλλά βαθειά θρησκευόμενη οικογένεια, το 1882 στο Σουφλί. Ήταν
απόφοιτος του περίφημου για την εποχή Γυμνασίου Αδριανουπόλεως, όπου έλαβε το
πτυχίο του δασκάλου, ενώ στη συνέχεια δίδαξε σε σχολεία της Ανατολικής Θράκης. Όμως
η ανησυχία του πνεύματος του δεν θα του επέτρεπε να συνεχίσει για πολύ αυτήν
την τυπική για τα πρότυπα του δραστηριότητα. Ακολούθησε μία περεταίρω
ακαδημαϊκή πορεία, την οποία ξεκίνησε με τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή Αθηνών
όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Στη συνέχεια μετέβη με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο
του Βερολίνου όπου και εκεί ολοκλήρωσε τις σπουδές του με επιτυχία.
Το 1912 επιστρέφει στην
Ελλάδα όπου διδάσκει σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης. Υπηρετεί εθελοντικά ως
στρατιωτικός ιεροκήρυκας στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου αγωνίζεται στην πρώτη
γραμμή. Για τις υπηρεσίες του αυτές, του απονέμονται από τον ίδιο τον Βασιλιά
Κωνσταντίνο 12 μετάλλια και ο Αργυρός Σταυρός των Ιπποτών. Μετά την λήξη του
πολέμου ασχολείται για λίγο καιρό με το εκπαιδευτικό του έργο. Διδάσκει σε
σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης στην Αθήνα και διευθύνει την κοινωνική πρόνοια της
εκκλησίας. Το 1920 έχοντας αντιληφθεί τις κοινωνικές ανάγκες της εποχής, ιδρύει
το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης όπου περιθάλπει τα ορφανά που είχαν αφήσει πίσω
τους οι πόλεμοι, και μεριμνά ο ίδιος καθημερινά για την εύρεση πόρων. Ο ίδιος
οδηγούσε το μικρό αυτοκίνητο με το οποίο κουβαλούσε τα απαραίτητα τρόφιμα για
το Ορφανοτροφείο. Ίσως και να ήταν ο πρώτος ιερέας οδηγός αυτοκινήτου. Γι αυτό
και η εφημερίδα της Αθήνας «Πολιτεία» της 15ης Ιανουαρίου του 1921 του αφιερώνει ειδικό άρθρο
με αρκετά κολακευτικά σχόλια.
Μετά το πέρας των πολέμων,
και όταν πλέον άρχισε να ομαλοποιείται η κατάσταση στην Ελλάδα, ο Νεόφυτος
Παπαναστασίου μεταβαίνει ως ιερέας απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και
πάλι στη Γερμανία συνεχίζοντας την κοινωνική και ακαδημαϊκή του δραστηριότητα.
Έτσι, στο διάστημα μεταξύ του 1922 και 1927 σπουδάζει Κοινωνιολογία στο
Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, ενώ ταυτόχρονα οργανώνει εκεί την Ελληνική Κοινότητα
και ιδρύει Εκκλησία και Σχολεία. Επιθυμώντας όμως να δημιουργήσει οικογένεια
και να εισέλθει στην ενεργό κοινωνική ζωή, το 1927 αποβάλει το ιερατικό του
αξίωμα και επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου το 1930 στην Αθήνα επιτυγχάνει την τυπική καθαίρεση του και την έκδοση άδειας
γάμου από τη Μητρόπολη Αθηνών και την τέλεση εκεί του Μυστηρίου.
Έτσι επιστρέφει στο Σουφλί
όπου ζει και εργάζεται ως αγρότης. Το 1929 μετά από παροτρύνσεις φίλων και
συμπολιτών του συμμετέχει ως υποψήφιος στις Δημοτικές Εκλογές, κι έχοντας
συγκεντρώσει το 70% των ψήφων εκλέγεται Δήμαρχος Σουφλίου. Η τετραετία του
Νεόφυτου Παπαναστασίου θα σημάδευε την τύχη του Σουφλίου και της γύρω περιοχής
για αρκετά χρόνια, καθώς το έργο που κατάφερε να φέρει εις πέρας σε λίγα μόλις
χρόνια, κατάφερε να μετατρέψει το ταραγμένο από τους πολέμους Σουφλί, σε ένα
αξιόλογο αστικό κέντρο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ακόμη και σήμερα
αποκαλείται ως «Χρυσή Εποχή του Σουφλίου». Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθούμε
στην αφήγηση του ίδιου του Νεόφυτου Παπαναστασίου στον δημοσιογράφο της
Αθηναϊκής εφημερίδας «Πρωΐα» σχετικά με την εκλογή του: «Ηκολούθησα ιδικόν μου
σύστημα κατά την εκλογήν, πρώτυπον δια
την Ελλάδα. Δεν επήγα να ζητήσω ψήφον από κανέναν, δεν προσέφερα ούτε τσιγάρο.
Εζήτησα μόνον να μου δώσουν 12 συνεργάτας με τα εξής προσόντα: να είναι τίμιοι,
να μην έχουν δοσοληψίας με την Δικαιοσύνην και να είναι ζωντανοί».
Μέσα σε 4 χρόνια ιδρύει
Δημοτικό Ιατρείο, Οικοκυρική Σχολή, δίκτυο ύδρευσης στην πόλη, αποστραγγιστικό
δίκτυο στην πεδιάδα του Έβρου, Δημοτικά Σφαγεία, ενώ επαναλειτουργεί το
παμπάλαιο Οθωμανικό Χαμάμ και το μετονομάζει σε Δημοτικά Λουτρά. Τα λουτρά
υποδεχόταν το κοινό δωρεάν κατά τα Σαββατοκύριακα, ενώ τις καθημερινές ο
καθένας μπορούσε να τα επισκεφτεί με χαμηλό για την εποχή κόστος .Σύμφωνα με
αρκετούς στον Νεόφυτο Παπαναστασίου οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό και η
διάσωση της παραδοσιακής επεξεργασίας του μεταξιού, καθώς και η κατασκευή των
λαϊκών εργόχειρων του Σουφλίου, καθώς στην Οικοκυρική Σχολή που ίδρυσε,
κατάφερε να διασώσει τον παραδοσιακό τρόπο δημιουργίας του μεταξιού.
Κατά τη διάρκεια του
Ελληνοϊταλικού πολέμου και λίγο πριν την εισβολή των Γερμανών συνελήφθη από τις
τότε αρχές κρατικής ασφαλείας επειδή κρίθηκε γερμανόφιλος κι εξορίστηκε στο χωριό
Βάγια Θηβών. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Νεόφυτος Παπαναστασίου
επιστρέφει στο Σουφλί όπου οι Γερμανικές αρχές του πρότειναν να αναλάβει
δήμαρχος στο Σουφλί. Δεν δέχτηκε. Όπως επίσης δεν δέχτηκε την οποιαδήποτε
συνεργασία μαζί τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών Σουφλιωτών, το 1943 ήρθε στο
Διδυμότειχο ο Γερμανός αρχιστράτηγος Νοτιοανατολικής Ευρώπης και κάλεσε τον
Νεόφυτο για να τον γνωρίσει. Οδηγήθηκε λοιπόν τότε μαζί με την Γερμανίδα σύζυγο
του ενώπιων του σε μία μεγάλη συγκέντρωση Γερμανών αξιωματικών του Έβρου. Εκεί,
αφού ο Γερμανός αρχιστράτηγος εκθείασε το εν Γερμανία πανεπιστημιακό του έργο,
τον ρώτησε για αισθήματα του Ελληνικού λαού έναντι των Γερμανών. Η απάντηση του
Νεόφυτου ήταν: «Ο Ελληνικός λαός σε ποσοστό 90% συμπαθούσε τους Γερμανούς μέχρι
τη στιγμή που κηρύξατε τον πόλεμο και δώσατε τη Θράκη και τη Μακεδονία στους
Βούλγαρους. Από τότε είναι εναντίον σας».
Όσον αφορά το πολιτικό του
έργο καθιέρωσε τον θεσμό των Λαϊκών Συνελεύσεων με τη δημιουργία ενός Δημοσίου
Βήματος της Πνύκας (η οποία είναι η μοναδική στην Ελλάδα μετά την Πνύκα των
Αθηνών) που μέχρι και σήμερα φέρει την επιγραφή «Πνυξ Σουφλίου – Τις αγορεύειν
βούλεται;». Το 1930 εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Παγκόσμιο Υγειονομικό Συνέδριο
Δημάρχων στην Πράγα, ενώ την ίδια χρονιά καταφέρνει να διοργανώσει στο Σουφλί
το 29ο Συνέδριο της Ειρήνης, το οποίο υποδέχτηκε εκπροσώπους της
Τοπικής Αυτοδιοίκησης από ολόκληρη την Ευρώπη. Την περίοδο 1932-1970 αποσύρεται
από τη Δημόσια ζωή και ζει ως αγρότης και κτηνοτρόφος στο Σουφλί και μετά στην
Αλεξανδρούπολη παραδίδοντας συνάμα και μαθήματα ξένων γλωσσών. Επίσης, διδάσκει
και Γερμανικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρουπόλεως. Στις 31/12/1970 ήρεμο
και απλό τον βρίσκει ο θάνατος στην Αλεξανδρούπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου