Γιορτινή φορεσιά Σουφλίου από μετάξι
Γυναικεία Ενδυμασία
Όταν ξημέρωνε η Κυριακή ή κανένα Σνιόρατου (μεγάλη γιορτή) η Σουφλιώτισσα έπαιρνε από τον Γίκο της (σημερινή εντοιχισμένη
ντουλάπα) τον Μπουχτσιά της (μπόγος)
όπου είχε διπλωμένα τα γιορτινά της ρούχα και τα στολίδια της. Τον άνοιγε
προσεκτικά και άρχιζε το ντύσιμο της.
Αρχικά φορούσε το πουκάμισο της που ήταν μακρύ ως τον
αστράγαλο, υφασμένο στον ξύλινο αργαλειό.
Βέβαια στις γιορτές που η στολή τους ήταν πιο φανταχτερή φορούσε
το «Ζουνάρι» που ήταν κι’ αυτό μία
πόρπη ασημένια ή χάλκινη, καμωμένη σε δύο κομμάτια που η κορυφή της κατέληγε
στον δικέφαλο αετό, και ήταν στολισμένη με χρωματιστά πετραδάκια.
Γιορτινή φορεσιά Σουφλίου απο ατλάζι
Από κάτω φορούσε την ποδιά που ήταν καμωμένη συνήθως από το
ίδιο ύφασμα που ήταν και το καφτάνι και τη σκάλωναν μπροστά στο «ζουνάρι» γιατί
ήταν χωρίς κορδόνια με δαντέλα στην άκρη. Υπήρχε και η ποδιά «Σπαργάτσι» ή «Σιαργάτσι» που την φορούσαν οι
ηλικιωμένες και ήταν κεντημένη κι αυτή στον αργαλειό με διάφορα ωραιότατα
σχέδια.
Πάνω απ’ το καφτάνι το χειμώνα φορούσαν το βελούδινο
κοντογούνι που ήταν γαρνιρισμένο με μαύρη γούνα, ανοιχτό μπροστά και με
μανίκια. Οι γριές γυναίκες φορούσαν επίσης γούνα που όμως ήταν λευκή. Φορούσαν
και το «Δυστιμέλι» που ήταν κάλλυμα της
κεφαλής, βαμβακερό ή μεταξωτό με διάφορα χρώματα. Οι γριές φορούσαν μαύρο «Τσιμπέρι» και οι νέες τον «Τσιβρέ».
Πάνω απ’ το «δυστιμέλι» (μαντήλα) έμπαινε ένα μαυρο-κόκκινο
τετράγωνο που λεγόταν «Μαγλίκα». Η
Μαγλίκα αυτή δενόταν στο κρανίο από το μέτωπο μέχρι την κορυφή της κεφαλής.
Διπλωμένη όπως ήταν την τύλιγαν γύρω-γύρω στο κεφάλι και την δένανε σφιχτά κάτω
από την κόσα. Πάνω από την μαγλίκα τοποθετούσαν διάφορα στολίδια.
Γιορτινή φορεσιά Σουφλίου από βαμβάκι
Πίσω από το κεφάλι της η Σουφλιωτοπούλλα έπλεκε τα μαλλιά
της σε μία πλεξούδα σε 3 κλωνιά, ενώ στη μέση ή την άκρη έδενε έναν ωραίο
μεταξωτό φιόγκο. Στα πόδια της φορούσε κάλτσες χρωματιστές ή μονόχρωμες
χειροποίητες με «Πατίκια», τα οποία
ήταν είδος γοβάκια με χαμηλό τακούνι για τις γιορτινές ημέρες.
Επάνω από το πουκάμισο της φορούσε το «Μισοφόρι» (μισοφούστανο, το σημερινό Φουρώ). Αυτό ήταν χρωματιστό, μακρύ μέχρι την γάμπα και τελείωνε σ’ ένα φαρμπαλά με ωραία δαντέλλα, στην άκρη ήταν δε καμωμένο ως επί το πλείστον από το ίδιο ύφασμα με το καφτάνι.
Γιορτινή φορεσιά Σουφλίου από βαμβάκι
Επάνω από το πουκάμισο της φορούσε το «Μισοφόρι» (μισοφούστανο, το σημερινό Φουρώ). Αυτό ήταν χρωματιστό, μακρύ μέχρι την γάμπα και τελείωνε σ’ ένα φαρμπαλά με ωραία δαντέλλα, στην άκρη ήταν δε καμωμένο ως επί το πλείστον από το ίδιο ύφασμα με το καφτάνι.
Ποδιά Σουφλίου «Σπαργάτσι» σχέδιο «Κλάρες»
Το «Καφτάνι» το φορούσε πάνω από το μισοφόρι και ήταν βαμβακερό ή μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό, κι’ έπρεπε η κάθε νέα να έχει ορισμένα καφτάνια καμωμένα μόνη της ή θα ήταν καμωμένο από αγοραστό ύφασμα και τότε έπαιρνε το όνομα από το ύφασμα και λεγόταν Σαμαλατζέϊνιο ή Βελουδέϊνιο. Αυτά ήταν και τα πιο γιορτινά και τα φορούσαν συνήθως οι πλούσιες. Το καφτάνι ήταν ιδιότροπα ραμμένο, σαν μαντώ, ανοιχτό μπροστά και κάτω από την μέση στα πλάγια, για να δείχνει γεμάτη την γυναίκα. Το μάκρος του έφτανε ψηλότερα από το πουκάμισο, στο ίδιος ύψος με το μισοφόρι που είχε ίδιο χρώμα με το καφτάνι.
Στις καθημερινές φορούσανε την «Ζούνα» που ήταν μια πόρπη (ασημένια ή χάλκινη όπως το γιορτινό
Ζουνάρι) πλάτους 4-5 πόντων, σκαλιστή και στολισμένη πολλές φορές με διάφορα
πετραδάκια. Ήταν φτιαγμένη σε δύο κομμάτια που μπροστά κλίνανε έτσι που να μην
φαίνεται το χώρισμα και σκάλωνε με ένα ειδικό καρφί που λεγότανε «Τσαμπί» και ήτανε δεμένο με μία κλωστή
ή με μία αλυσιδίτσα που την δένανε σε έναν ιδιαίτερο κρίκο ειδικά καμωμένο
επάνω στην Πόρπη.
Φορεσιά Σουφλίου ηλικιωμένης από σαγιάκι
Ανδρική Ενδυμασία
Ο Σουφλιώτης φορούσε αρχικά το «Βρακί» που ήταν υφασμένο με βαμβακερό νήμα και βαμμένο γαλάζιο.
Υπήρχε επίσης και το «Σιαλβάρι» που
ήτανε παρόμοιο με το βρακί αλλά με την διαφορά ότι ήταν καμωμένο από μαλλί και
πιο χονδρό, γι’ αυτό και το φορούσαν κατά τους χειμερινούς μήνες. Και τα δύο
αυτά δένονταν στην μέση από την «Βρακοζώνα»,
ένα είδος ζώνης στενής καμωμένης από το ίδιο πανί που γινόταν και η βράκα. Οι
νέοι, και ιδίως οι πλούσιοι, τύλιγαν την μέση τους με το «Ζουνάρι» που ήταν συνήθως κόκκινο μεταξωτό, ενώ για τους
μεγαλύτερους ήταν μαύρο μάλλινο. Είχε μάκρος περίπου τρία μέτρα και μ’ αυτό
σφίγγανε γερά τη μέση τους. Οι νέοι ως επί το πλείστον φορούσαν άσπρο ή
χρωματιστό πουκάμισο με φαρδιά μεταξωτά μανίκια, ενώ οι γέροι υφαντά γαλάζια
πουκάμισα.
Πάνω απ’ το πουκάμισο φορούσαν το «Γιλέκο» που ήταν χωρίς μανίκια και καμωμένο από ύφασμα χρωματιστό ενώ
το γιορτινό ήτανε πολλές φορές μεταξωτό. Γύρω από το λαιμό είχε μικρά κουμπάκια
καμωμένα από μεταξωτό σειρίτι χρώματος καφέ που έφθαναν ως τη μέση και λεγόταν «Κομπίτσια».
Κατά τους κρύους μήνες του χειμώνα φορούσαν πάνω απ’ το
γιλέκο και τον «Ντουλαμά» που ήταν
από ύφασμα βαμβακερό και είχε μανίκια.
Ασημοζούναρο Σουφλίου
Το Φθινόπωρο οι νέοι φορούσαν την «Σαλταμάρκα» που ήταν καμωμένη από μαύρη ή καφέ τσόχα, και ήταν
κοντή ως την μέση (ήταν σαν την σημερινή καμπαρντίνα). Υπήρχε όμως και το «Μιντάνι» που είχε περίπου το ίδιο
σχέδιο με την Σαλταμάρκα αλλά ήταν καμωμένο από Σαγιάκι μαύρο, και το φορούσαν
τον χειμώνα.
Οι αγρότες αλλά και εκείνοι που έβγαιναν έξω τον χειμώνα (οι
αγωγιάτες) φορούσαν την «Γιαμουρλούκα»
γιατί ήταν καμωμένη από τρίχα κατσικίσια και δεν άφηνε ούτε το κρύο αλλά ούτε
και την βροχή να την διαπεράσει, και πολλές φορές ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται
έξω μ’ αυτήν, η οποία είχε και κουκούλα.
Ο Σουφλιώτης στο κεφάλι φορούσε την «Σιαρβέτα» ή «Σαλαμάτα»
που ήταν από μαύρο βαμβακερό ύφασμα και είχε δύο άκρες. Η μία κρεμόταν πίσω
προς τη ράχη κι έφτανε ως το λαιμό, ενώ η άλλη σκάλωνε μετά το τύλιγμα στο
κεφάλι μέσα στις πτυχές της. Στην «Σιαρβέτα» άλλωστε ανάγεται και το παλιό
Σουφλιώτικο ρητό « Μια Σιαρβέτα μι τα
κρόσια κάμνει πηντακόσια γρόσια».
Τα πόδια τους τα τύλιγαν με τα «Μπγιάλια» που ήταν ειδικά πανιά από μαλλί και βαμβάκι, υφασμένα
κι’ αυτά στον αργαλειό, και από πάνω φορούσαν τα «Τσαρούχια» που ήταν καμωμένα από δέρμα γουρουνιού που φύλαγε στο
σπίτι του ο κάθε νοικοκύρης για να το σφάξει για τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Πολύ παλιά, πριν το 1900 φορούσανε και τα «Καλέβρα»
που ήταν ξύλινα μονοκόμματα παπούτσια που πελεκούσαν οι ίδιοι. Φορούσαν δε και τα «Καλτσούνια» που ήταν είδος γκέτες καμωμένες από σαγιάκι (λευκές ή
και μαύρες) ανοιχτές στο πλάι και κούμπωναν με ειδικά συρμάτινα κουμπιά.
Οι ενδυμασίες και τα αντικείμενα στις φωτογραφίες προέρχονται από το Δημοτικό Μουσείο Σουφλίου - Αρχοντικό Μπρίκα, το Λαογραφικό Μουσείο Σουφλίου Τα Γνάφαλα, και το Μουσείο Τέχνης Μεταξιού.
Φωτογραφίες - κείμενο: Ζήσης Φυλλαρίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου