«Όπως είναι φυσικό οι ιδιότητες στα φυτά να κληρονομούνται για πολύ καιρό και όλα ίσως τα φυτά να μοιάζουν με εκείνα απ'τα οποία βλάστησαν, έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Είναι εύλογο, τα ήθη των απογόνων να είναι παραπλήσια με εκείνα των προγόνων.»
Ιουλιανός, Αντιοχεικός ή Μισοπώγων
Τα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα η περιοχή της Θράκης, αποτελούσαν από τα χρόνια της αρχαιότητας ακόμη μία από τις ποιό σημαντικές ιστορικά περιοχές της Ευρώπης. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους ιστορικούς είναι και οι ξεχωριστές πολιτισμικές παραδόσεις που παρουσιάζουν η καθεμιά από τις περιοχές των Βαλκανίων ξεχωριστά. Η Θράκη όμως πέρα από το πλεονέκτημα να αποτελεί μία περιοχή που βρίσκεται στην ιδιαίτερη αυτή στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση των Βαλκανίων, παρουσιάζει άλλο ένα, ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα, που αυτό ίσως να στάθηκε και ως κύρια αιτία του γεγονότος ότι παρουσίασε μέσω των αιώνων μία ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά. Και το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι αποτελεί "γέφυρα" μεταξύ των δύο μεγάλων ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, σημείο ένωσης των δύο μεγάλων και διαφορετικών πολιτισμών, του δυτικού και του ανατολίτικου, γεγονός που την έκανε να μην χάσει την ευκαιρία να αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλους τους δρόμους που πέρασαν μέσα από αυτήν μέσα στους αιώνες, παίρνοντας έτσι στοιχεία που συντέλεσαν στην δημιουργία ενός μεγάλου μέρους της ξεχωριστής της παράδοσης. Στην παρούσα έρευνα ως κύριο σημείο ενασχόλησης μας θα αποτελέσει ένας από τους δρόμους αυτούς που πέρασαν μέσα από την Θράκη, με έναν από τους δρόμους που μέχρι και σήμερα της προσδίδουν ένα ξεχωριστό πρόσωπο. Και ο λόγος για τον δρόμο του μεταξιού , που έμεινε στην ιστορία του παρελθόντος ως ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο δρόμος που κορύφωσε και έδωσε μία ξεχωριστή λάμψη στην μακρόχρονη πορεία της Θρακικής πολιτισμικής κληρονομιάς, που ανέβασε την περιοχή μας στα ικανοποιητικά επίπεδα του παγκοσμίου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Ωστόσο οι αιώνες που έχουμε διανύσει από τις χρυσές εποχές της ανάπτυξης του μεταξιού αλλά και οι δεκαετίες που πέρασαν από την εποχή της οικονομικής άνθησης λόγο του τομέα αυτού, μας κάνουν να σκεφτούμε πως η μακραίωνη αυτή Ελληνική παράδοση του μεταξιού απαιτεί την δικαίωση της. Άλλωστε στην εποχή λεγόμενης ελεύθερης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, της αμφισβήτησης των πολιτιστικών παρακαταθηκών, και της επίδοξης προσπάθειας για την αλλαγή και την διαγραφή της πραγματικής ιστορίας , είναι αναγκαία η προσπάθεια εκ μέρους μας για την διάσωση ενός σημαντικού μέρους του πολιτισμού μας, σκοπός που βέβαια θα επιτευχθεί μονάχα με την διάσωση και την διάδοση της πραγματικής ιστορικής μας μνήμης. Συνεπώς, έπειτα από την μακρόχρονη και επίμονη έρευνα μας, και με την βοήθεια ορισμένων ειδικών που εδώ και καιρό ασχολούνται με την ιδιαίτερη αυτή παράδοση του μεταξιού, αλλά και με την συμβολή ανθρώπων που έχουν αφιερώσει αρκετά χρόνια στην ενασχόληση με αυτόν τον τομέα, παρουσιάζουμε τα στοιχεία που προέκυψαν από αυτή την αναζήτηση με σκοπό αφενός να επαναφέρουν στο μυαλό μας τις πολύτιμες εκείνες εικόνες του παρελθόντος και αφετέρου να αποτελέσουν έναυσμα για μία μεγαλύτερη συμβολή των τοπικών αρχών στην ανάπτυξη του τομέα αυτού.
Τα Βαλκάνια, και ιδιαίτερα η περιοχή της Θράκης, αποτελούσαν από τα χρόνια της αρχαιότητας ακόμη μία από τις ποιό σημαντικές ιστορικά περιοχές της Ευρώπης. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στους ιστορικούς είναι και οι ξεχωριστές πολιτισμικές παραδόσεις που παρουσιάζουν η καθεμιά από τις περιοχές των Βαλκανίων ξεχωριστά. Η Θράκη όμως πέρα από το πλεονέκτημα να αποτελεί μία περιοχή που βρίσκεται στην ιδιαίτερη αυτή στρατηγικής σημασίας γεωγραφική θέση των Βαλκανίων, παρουσιάζει άλλο ένα, ακόμη μεγαλύτερο πλεονέκτημα, που αυτό ίσως να στάθηκε και ως κύρια αιτία του γεγονότος ότι παρουσίασε μέσω των αιώνων μία ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά. Και το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι άλλο από το ότι αποτελεί "γέφυρα" μεταξύ των δύο μεγάλων ηπείρων, της Ευρώπης και της Ασίας, σημείο ένωσης των δύο μεγάλων και διαφορετικών πολιτισμών, του δυτικού και του ανατολίτικου, γεγονός που την έκανε να μην χάσει την ευκαιρία να αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλους τους δρόμους που πέρασαν μέσα από αυτήν μέσα στους αιώνες, παίρνοντας έτσι στοιχεία που συντέλεσαν στην δημιουργία ενός μεγάλου μέρους της ξεχωριστής της παράδοσης. Στην παρούσα έρευνα ως κύριο σημείο ενασχόλησης μας θα αποτελέσει ένας από τους δρόμους αυτούς που πέρασαν μέσα από την Θράκη, με έναν από τους δρόμους που μέχρι και σήμερα της προσδίδουν ένα ξεχωριστό πρόσωπο. Και ο λόγος για τον δρόμο του μεταξιού , που έμεινε στην ιστορία του παρελθόντος ως ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά της περιοχής μας. Αυτός άλλωστε είναι και ο δρόμος που κορύφωσε και έδωσε μία ξεχωριστή λάμψη στην μακρόχρονη πορεία της Θρακικής πολιτισμικής κληρονομιάς, που ανέβασε την περιοχή μας στα ικανοποιητικά επίπεδα του παγκοσμίου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Ωστόσο οι αιώνες που έχουμε διανύσει από τις χρυσές εποχές της ανάπτυξης του μεταξιού αλλά και οι δεκαετίες που πέρασαν από την εποχή της οικονομικής άνθησης λόγο του τομέα αυτού, μας κάνουν να σκεφτούμε πως η μακραίωνη αυτή Ελληνική παράδοση του μεταξιού απαιτεί την δικαίωση της. Άλλωστε στην εποχή λεγόμενης ελεύθερης παγκοσμιοποιημένης αγοράς, της αμφισβήτησης των πολιτιστικών παρακαταθηκών, και της επίδοξης προσπάθειας για την αλλαγή και την διαγραφή της πραγματικής ιστορίας , είναι αναγκαία η προσπάθεια εκ μέρους μας για την διάσωση ενός σημαντικού μέρους του πολιτισμού μας, σκοπός που βέβαια θα επιτευχθεί μονάχα με την διάσωση και την διάδοση της πραγματικής ιστορικής μας μνήμης. Συνεπώς, έπειτα από την μακρόχρονη και επίμονη έρευνα μας, και με την βοήθεια ορισμένων ειδικών που εδώ και καιρό ασχολούνται με την ιδιαίτερη αυτή παράδοση του μεταξιού, αλλά και με την συμβολή ανθρώπων που έχουν αφιερώσει αρκετά χρόνια στην ενασχόληση με αυτόν τον τομέα, παρουσιάζουμε τα στοιχεία που προέκυψαν από αυτή την αναζήτηση με σκοπό αφενός να επαναφέρουν στο μυαλό μας τις πολύτιμες εκείνες εικόνες του παρελθόντος και αφετέρου να αποτελέσουν έναυσμα για μία μεγαλύτερη συμβολή των τοπικών αρχών στην ανάπτυξη του τομέα αυτού.
ΣΟΥΦΛΙ & ΜΕΤΑΞΙ
Όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές μελέτες των τελευταίων χρόνων η ίδρυση του Σουφλίου χάνεται μέσα στα μονοπάτια του χρόνου και βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Και αυτό διότι τόσο η έλλειψη σαφών ιστορικών στοιχείων αλλά και μαρτυριών έφεραν ως αποτέλεσμα του να υπάρχουν διάφορες πιθανές εκδοχές για την καταβολή του Σουφλίου χωρίς ωστόσο να μας προϋποθέτουν την ακριβή χρονολογία αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε το Σουφλί στην ίδρυση του. Η παράδοση θέλει το Σουφλί να ιδρύεται από νομάδες που εγκατέλειψαν του Σούλι όταν αυτό καταστράφηκε από τις βαρβαρικές πολεμικές δυνάμεις των τούρκων, οι οποίες αναζητώντας ένα ήσυχο και άρα ποιό ασφαλές μέρος επέλεξαν να εγκατασταθούν στην πλαγιά των λόφων που καταλήγουν στις όχθες του κεντρικού Έβρου. Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που θέλει τους πρώτους Σουφλιώτες να είναι ελληνικοί χριστιανικοί πληθυσμοί που εγκατέλειψαν διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Θεσσαλίας κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας αναζητώντας νέα μέρη. Όμως εκτός αυτού δεν είναι μικρό και το ενδεχόμενο οι όποιοι πληθυσμοί που ήρθαν εδώ να συμβίωσαν με τους είδη κατοικούντες στην περιοχή Θράκες, οι οποίοι εικάζεται πως πρώτοι από όλους εγκαταστάθηκαν στο Σουφλί εγκαταλείποντας τις ορεινές περιοχές του σημερινού κεντρικού Έβρου. Άλλωστε ορισμένα από τα τοπικά λαϊκά δρώμενα που θυμίζουν αρκετά αντίστοιχες εορτές της αρχαιότητας αλλά και τα αρχαιο-ελληνικά γλωσσικά στοιχεία που εντοπίζονται στην τοπική διάλεκτο του Σουφλίου, αποτελούν δείγματα της άρρηκτης σχέσης της περιοχής με την Ελληνική αρχαιότητα. Αυτό όμως που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως το Σουφλί στο παρελθόν υπήρξε επίκεντρο της ιστορικής αλλά και της εμπορικής πορείας του μεταξιού, μέσα σε μία περιοχή που στο άμεσο παρελθόν υπήρξε ένα από τα κυριότερα κέντρα εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών της ευρύτερης περιοχής της Μεσαογείου. Άλλωστε το γεγονός ότι το Σουφλί υπήρξε σημαντικό εμπορικό κέντρο μιας ευρύτερης περιφέρειας καθόρισε αναμφισβήτητα και την ιστορικότητα του ως πόλη. Κάτι τέτοιο άλλωστε γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό εάν λάβουμε υπόψη μας την σημαντική πληθυσμιακή συγκέντρωση που είχε τότε η περιοχή αλλά και την ανυπαρξία αντίστοιχων αστικών κέντρων σε κοντινή απόσταση, γεγονός που βέβαια ευνοούσε την ανάπτυξη αλλά και την σύνθεση των συνθηκών αυτών. Μπορούμε να πούμε πως η τέχνη της παραγωγής του μεταξιού ήταν μία δραστηριότητα που χαρακτήριζε αρκετές από τις σημαντικές για την εποχή πόλεις της Ανατολικής Θράκης, ενώ αρκετές από τις πόλεις αυτές συνέβαλαν με τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στην βελτίωση της διαδικασίας παραγωγής του μεταξιού. Όπως γνωρίζουμε η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα αποτελούσε για αρκετούς αιώνες παραδοσιακή ενασχόληση των κατοίκων του Βιλαετίου της Ανδριανούπολης .Κατά τα επικρατέστερα στοιχεία η απαρχή της μεγάλης ανάπτυξης της σηροτροφίας στην περιοχή τοποθετείται την περίοδο 1823-24 περίπου, όταν ένας Αγγλικός οίκο παραγωγής μεταξιού έδειξε το αρχικό ενδιαφέρον για την αγορά ακατέργαστης πρώτης ύλης μεταξιού, δίνοντας έτσι τα έναυσμα για την άνοδο της τιμής του μεταξιού στον εμπορικό κόσμο. Εκείνο όμως το γεγονός που έδωσε ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις στην διακίνηση και στο εμπόριο του μεταξιού και κυρίως στις εξαγωγές μεταξιού προς την δυτική Ευρώπη, ήταν η εμφάνιση της αρρώστιας του μεταξοσκώληκα στην Γαλλία και την Ιταλία που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη ζήτηση του μεταξιού που έφερε σε αρκετά υψηλό επίπεδο την τοπική παραγωγή μεταξιού. Αυτό όμως που πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι πως στην αρχική φάση της περιόδου ανάπτυξης της σηροτροφίας στην Θράκη, και κυρίως μέχρι το 1870, το Σουφλί δεν κατατάσσεται στα σημαντικότερα κέντρα σηροτροφίας στην περιοχή, καθώς τα στοιχεία που παρουσίαζαν οι αναφορές του Αγγλικού προξενείου της Ανδριανούπολης, συμπεριλάμβαναν στη λίστα αυτή την Ανδριανούπολη, την Μακριά Γέφυρα, το Μπαμπά-Εσκί καθώς και ορισμένες άλλες πόλεις της Αν.Θράκης.Ιστορικοί περίοδοι ανάπτυξης της παραγωγής μεταξιού. Στην συνέχεια της έρευνας μας θα μιλήσουμε για τις τρείς σημαντικές περιόδους του μεταξιού, οι οποίες αν και δεν έχουνε ορισθεί ποτέ στο παρελθόν, από κανέναν ιστορικό ή ερευνητή, ωστόσο η παρατήρηση των γεγονότων αλλά και των μεταβολών που δέχθηκε η παραγωγή του μεταξιού στο Σουφλί, μας πείθουν για την εγκυρότητα του ορισμού τους. Το Σουφλί αναφέρεται για πρώτη φορά ως σημαντικό κέντρο της σηροτροφίας και της παραγωγής του μεταξιού στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον ήταν σε θέση να παράγει το 40% περίπου των χλωρών κουκουλιών της Ανδριανούπολης .Και έτσι ξεκινάει η πρώτη περίοδος του μεταξιού (1870-1908), η οποία ουσιαστικά αποτελεί και την αρχή του κύκλου ανάπτυξης της τέχνης του μεταξιού στην περιοχή. Κυριότερο χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου του μεταξιού ήταν η απότομη άνοδος της σηροτροφίας που βέβαια είχε ως αποτέλεσμα και την προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της διαδικασίας παραγωγής αλλά και την βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού των κέντρων παραγωγής. Έτσι ο παραδοσιακός τρόπος επεξεργασίας και ο καθαρά οικογενειακός χαρακτήρας της τέχνης του μεταξιού αρχίζουν σταδιακά να περνάνε σε ένα βιομηχανικό επίπεδο.Αρχικά λειτούργησε το πρώτο βιομηχανικά δομημένο μεταξουργείο από τους Εβραϊκής καταγωγής αδελφούς Αζαρία το 1903, και διέθετε 84 με 86 χειροκίνητες λεκάνες, γεγονός που πλέον έφερε την παράγωγή αλλά και την επεξεργασία του μεταξιού σε ένα ανώτερο τεχνολογικά επίπεδο. Σε δεύτερη φάση της γρήγορης αυτής βιομηχανοποίησης της παραγωγής του μεταξιού, το 1909 έρχεται ο εμπορικός οίκος του Μιλάνου"Ceriano Fratelli" που ιδρύει το δεύτερο αναπηνιστήριο μεταξιού δυναμικότητας 40 ατμοκίνητων λεκανών. Ωστόσο, στην έκθεση του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται την ίδια εποχή και ένα τρίτο μεταξουργείο σημαντικών παραγωγών, που μάλιστα διέθετε ως μηχανολογικό εξοπλισμό12 λεκάνες, και δεν ήταν άλλο από του εμπορικού οίκου Ι.Κουκούλη & Υιών.
Όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές μελέτες των τελευταίων χρόνων η ίδρυση του Σουφλίου χάνεται μέσα στα μονοπάτια του χρόνου και βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα. Και αυτό διότι τόσο η έλλειψη σαφών ιστορικών στοιχείων αλλά και μαρτυριών έφεραν ως αποτέλεσμα του να υπάρχουν διάφορες πιθανές εκδοχές για την καταβολή του Σουφλίου χωρίς ωστόσο να μας προϋποθέτουν την ακριβή χρονολογία αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε το Σουφλί στην ίδρυση του. Η παράδοση θέλει το Σουφλί να ιδρύεται από νομάδες που εγκατέλειψαν του Σούλι όταν αυτό καταστράφηκε από τις βαρβαρικές πολεμικές δυνάμεις των τούρκων, οι οποίες αναζητώντας ένα ήσυχο και άρα ποιό ασφαλές μέρος επέλεξαν να εγκατασταθούν στην πλαγιά των λόφων που καταλήγουν στις όχθες του κεντρικού Έβρου. Ωστόσο υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που θέλει τους πρώτους Σουφλιώτες να είναι ελληνικοί χριστιανικοί πληθυσμοί που εγκατέλειψαν διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Θεσσαλίας κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας αναζητώντας νέα μέρη. Όμως εκτός αυτού δεν είναι μικρό και το ενδεχόμενο οι όποιοι πληθυσμοί που ήρθαν εδώ να συμβίωσαν με τους είδη κατοικούντες στην περιοχή Θράκες, οι οποίοι εικάζεται πως πρώτοι από όλους εγκαταστάθηκαν στο Σουφλί εγκαταλείποντας τις ορεινές περιοχές του σημερινού κεντρικού Έβρου. Άλλωστε ορισμένα από τα τοπικά λαϊκά δρώμενα που θυμίζουν αρκετά αντίστοιχες εορτές της αρχαιότητας αλλά και τα αρχαιο-ελληνικά γλωσσικά στοιχεία που εντοπίζονται στην τοπική διάλεκτο του Σουφλίου, αποτελούν δείγματα της άρρηκτης σχέσης της περιοχής με την Ελληνική αρχαιότητα. Αυτό όμως που πρέπει να θυμόμαστε είναι πως το Σουφλί στο παρελθόν υπήρξε επίκεντρο της ιστορικής αλλά και της εμπορικής πορείας του μεταξιού, μέσα σε μία περιοχή που στο άμεσο παρελθόν υπήρξε ένα από τα κυριότερα κέντρα εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών της ευρύτερης περιοχής της Μεσαογείου. Άλλωστε το γεγονός ότι το Σουφλί υπήρξε σημαντικό εμπορικό κέντρο μιας ευρύτερης περιφέρειας καθόρισε αναμφισβήτητα και την ιστορικότητα του ως πόλη. Κάτι τέτοιο άλλωστε γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό εάν λάβουμε υπόψη μας την σημαντική πληθυσμιακή συγκέντρωση που είχε τότε η περιοχή αλλά και την ανυπαρξία αντίστοιχων αστικών κέντρων σε κοντινή απόσταση, γεγονός που βέβαια ευνοούσε την ανάπτυξη αλλά και την σύνθεση των συνθηκών αυτών. Μπορούμε να πούμε πως η τέχνη της παραγωγής του μεταξιού ήταν μία δραστηριότητα που χαρακτήριζε αρκετές από τις σημαντικές για την εποχή πόλεις της Ανατολικής Θράκης, ενώ αρκετές από τις πόλεις αυτές συνέβαλαν με τις παραγωγικές τους δραστηριότητες στην βελτίωση της διαδικασίας παραγωγής του μεταξιού. Όπως γνωρίζουμε η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα αποτελούσε για αρκετούς αιώνες παραδοσιακή ενασχόληση των κατοίκων του Βιλαετίου της Ανδριανούπολης .Κατά τα επικρατέστερα στοιχεία η απαρχή της μεγάλης ανάπτυξης της σηροτροφίας στην περιοχή τοποθετείται την περίοδο 1823-24 περίπου, όταν ένας Αγγλικός οίκο παραγωγής μεταξιού έδειξε το αρχικό ενδιαφέρον για την αγορά ακατέργαστης πρώτης ύλης μεταξιού, δίνοντας έτσι τα έναυσμα για την άνοδο της τιμής του μεταξιού στον εμπορικό κόσμο. Εκείνο όμως το γεγονός που έδωσε ιδιαίτερα σημαντικές διαστάσεις στην διακίνηση και στο εμπόριο του μεταξιού και κυρίως στις εξαγωγές μεταξιού προς την δυτική Ευρώπη, ήταν η εμφάνιση της αρρώστιας του μεταξοσκώληκα στην Γαλλία και την Ιταλία που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη ζήτηση του μεταξιού που έφερε σε αρκετά υψηλό επίπεδο την τοπική παραγωγή μεταξιού. Αυτό όμως που πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι πως στην αρχική φάση της περιόδου ανάπτυξης της σηροτροφίας στην Θράκη, και κυρίως μέχρι το 1870, το Σουφλί δεν κατατάσσεται στα σημαντικότερα κέντρα σηροτροφίας στην περιοχή, καθώς τα στοιχεία που παρουσίαζαν οι αναφορές του Αγγλικού προξενείου της Ανδριανούπολης, συμπεριλάμβαναν στη λίστα αυτή την Ανδριανούπολη, την Μακριά Γέφυρα, το Μπαμπά-Εσκί καθώς και ορισμένες άλλες πόλεις της Αν.Θράκης.Ιστορικοί περίοδοι ανάπτυξης της παραγωγής μεταξιού. Στην συνέχεια της έρευνας μας θα μιλήσουμε για τις τρείς σημαντικές περιόδους του μεταξιού, οι οποίες αν και δεν έχουνε ορισθεί ποτέ στο παρελθόν, από κανέναν ιστορικό ή ερευνητή, ωστόσο η παρατήρηση των γεγονότων αλλά και των μεταβολών που δέχθηκε η παραγωγή του μεταξιού στο Σουφλί, μας πείθουν για την εγκυρότητα του ορισμού τους. Το Σουφλί αναφέρεται για πρώτη φορά ως σημαντικό κέντρο της σηροτροφίας και της παραγωγής του μεταξιού στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον ήταν σε θέση να παράγει το 40% περίπου των χλωρών κουκουλιών της Ανδριανούπολης .Και έτσι ξεκινάει η πρώτη περίοδος του μεταξιού (1870-1908), η οποία ουσιαστικά αποτελεί και την αρχή του κύκλου ανάπτυξης της τέχνης του μεταξιού στην περιοχή. Κυριότερο χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου του μεταξιού ήταν η απότομη άνοδος της σηροτροφίας που βέβαια είχε ως αποτέλεσμα και την προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της διαδικασίας παραγωγής αλλά και την βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού των κέντρων παραγωγής. Έτσι ο παραδοσιακός τρόπος επεξεργασίας και ο καθαρά οικογενειακός χαρακτήρας της τέχνης του μεταξιού αρχίζουν σταδιακά να περνάνε σε ένα βιομηχανικό επίπεδο.Αρχικά λειτούργησε το πρώτο βιομηχανικά δομημένο μεταξουργείο από τους Εβραϊκής καταγωγής αδελφούς Αζαρία το 1903, και διέθετε 84 με 86 χειροκίνητες λεκάνες, γεγονός που πλέον έφερε την παράγωγή αλλά και την επεξεργασία του μεταξιού σε ένα ανώτερο τεχνολογικά επίπεδο. Σε δεύτερη φάση της γρήγορης αυτής βιομηχανοποίησης της παραγωγής του μεταξιού, το 1909 έρχεται ο εμπορικός οίκος του Μιλάνου"Ceriano Fratelli" που ιδρύει το δεύτερο αναπηνιστήριο μεταξιού δυναμικότητας 40 ατμοκίνητων λεκανών. Ωστόσο, στην έκθεση του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται την ίδια εποχή και ένα τρίτο μεταξουργείο σημαντικών παραγωγών, που μάλιστα διέθετε ως μηχανολογικό εξοπλισμό12 λεκάνες, και δεν ήταν άλλο από του εμπορικού οίκου Ι.Κουκούλη & Υιών.
Αυτή είναι λοιπόν και μία σύντομη εισαγωγική ανασκόπηση της βιομηχανικής ανάπτυξης του μεταξιού στο Σουφλί που αν και διήρκησε λιγότερο από πενήντα χρόνια (1870-1908) ωστόσο είναι αναμφισβήτητη η συμβολή της στην παράδοση του μεταξιού που ταυτίστηκε με το Σουφλί, καθώς αποτέλεσε και το πρώτο βήμα για την αρχή ενός κύκλου που έφερε την σηροτροφία αλλά και εν γένει την τέχνη του μεταξιού σε ένα τέτοιο επίπεδο που την συνέδεσε άρρηκτα με την πολιτιστική κληρονομιά αυτού του τόπου. Μετά την λήξη αυτής της περιόδου παρατηρείται η μείωση των εξαγωγών σε ξηρά κουκούλια γεγονός που οφείλεται στην ταχύτατη απορρόφηση μεγάλου τμήματος της εγχώριας σηροτροφικής παραγωγής από τα τοπικά εργοστάσια, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το να καθορίζεται μία συγκεκριμένη τοπική παραγωγή. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τα στοιχεία του Γαλλικού προξενείου της Ανδριανούπολης, το 1911 η συνολική παραγωγή χλωρών κουκουλιών στο Βιλαέτι της Ανδριανούπολης έφτασε στα 1620 χιλ. κιλά, και το Σουφλί συμμετείχε στην παραγωγή αυτή με 850 χιλ. κιλά, δηλαδή κατείχε λίγο περισσότερο από το 50% της συνολικής παραγωγής.Ωστόσο την προηγούμενη αυτή πορεία της παραγωγής του μεταξιού ήρθε να ανατρέψει η πολιτική συγκηρία που ουσιαστικά έδωσε μία άλλη τροπή στο εμπορικό και οικονομικό γίγνεσθαι της σηροτροφίας, δημιουργώντας μία νέα εποχή για τον συγκεκριμένο τομέα (ασχέτως αν αυτή είχε αρνητικές επιπτώσεις).Αρχικά οι Βαλκανικοί πόλεμοι αλλά και το ξέσπασμα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου στη συνέχεια ήταν και τα πρώτα γεωπολιτικά γεγονότα που επηρέασαν την πορεία της τοπικής σηροτροφίας. Και αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε καλύτερα αν λάβουμε υπόψη πως η όλη περιοχή είχε μετατραπεί σε ένα πεδίο πολεμικών επιχειρήσεων που σαφώς είχαν ως αποτέλεσμα την μεγάλη σηροτροφική κρίση στην περιοχή. Η νέα όμως περίοδος για την τοπική σηροτροφία ξεκίνησε με την κατάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατωρίας και την ενσωμάτωση του Σουφλίου στην Ελλάδα. Μετά από την χάραξη των νέων συνόρων το Σουφλί ουσιαστικά έχασε το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων με μορεοφυτείες που χρησιμοποιούσε για την εκτροφή των κουκουλιών, καθώς αυτές βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του Έβρου. Έτσι η πτώση της παραγωγής ήταν κάθετη και από τους 700 τόνους χλωρών κουκουλιών που παρήγαγε η ποσότητα αυτή διαμορφώθηκε στους 300 με 400 περίπου τόνους κατά μέσο όρο. Τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων ήταν να πέσουνε κατακόρυφα και τα εισοδήματα στο Σουφλί και ουσιαστικά να υποβαθμιστεί η δίχως προηγούμενο εμπορική σημασία του Σουφλίου. Μετά το τέλος της βιομηχανοποίησης της σηροτροφίας και το πέρασμα της παραδοσιακής κατεργασίας του μεταξιού η παραγωγή περνάει σε μία δεύτερη φάση, η οποία ορίζεται ως δέυτερη περίοδος του μεταξιού (1920-1945).Η περίοδος αυτή ξεκινάει με την ίδρυση της μεγαλύτερης ίσως μεταξοβιομηχανίας στο Σουφλί. Το 1920, δύο Εβραίοι έμποροι κουκουλιών από το Διδυμότειχο, ο Μποχώρ και ο Ελιέζερ Τζιβρέ, αγοράζουν το εργοστάσιο «Ceriano» που είχε σχεδιαστεί από Ιταλούς αρχιτέκτονες και του προσθέτουν 54 χειροκίνητες λεκάνες, ενώ επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες πάνω στο μετάξι νοικιάζοντας το μεταξουργείο του Αζαρία. Πέρα όμως από τον Τζίβρε, το 1925 ιδρύεται και ένα τρίτο εξίσου σημαντικό μεταξουργίο από τον Π.Χατζησάββα που ήταν πρόσφυγας από την Προύσα , και είχε την παραγωγική δυνατότητα των 28 λεκανών. Λίγα όμως χρόνια αργότερα, το 1930 οι Τζίβρε εκμισθώνουν και το εργοστάσιο Χατζησάββα παίρνοντας ουσιαστικά τον όλο έλεγχο της παραγωγής μεταξιού στα χέρια τους, και έτσι, ένα χρόνο αργότερα η «Ομόρρυθμη Εταίρα Μποχώρ & Ελιέζερ Τζίβρε» μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρία με την επωνυμία «Ευτέρπη». Το εργοστάσιο αυτό που ήταν άλλωστε και ένα από τα υψηλότερης σημασίας στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνο και για την προμήθεια μεταξωτών υφασμάτων προς τις τότε μεγάλες αγορές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώ αργότερα μεγάλο μέρος του συνόλου παραγωγής κατευθυνόταν στην μεγάλη μεταξουργία των Αθηνών, την περίφημη «Χρυσαλλίδα».Η νέα εποχή που γνώριζε εκείνη την περίοδο το μετάξι είχε φυσικά και τις εκπλήξεις της οι οποίες καθόρισαν σε έναν μεγάλο βαθμό το μέλλον και τον χαρακτήρα της τοπικής μεταξουργίας. Από την μία πλευρά η έντονη παρεμβατική πολιτική της τότε κυβέρνησης αλλά και ο συγκερασμός της με τις διεθνείς εξελίξεις στέρησαν στην τοπική μεταξοβιομηχανία την έξοδο των προϊόντων της προς τους παλαιότερους εμπορικούς τους προορισμούς που ήταν η Λυών και το Μιλάνο, και έτσι η μειωμένη πλέον παραγωγή περιορίστηκε στα στενά όρια της Ελληνικής επικράτειας. Φυσικά αυτές οι συγκυρίες είχαν ως αποτέλεσμα την πτωτική πορεία της παραγωγής, που σε συνδυασμό με τις πολεμικές εξελίξεις κατά την περίοδο του 1930-1940 είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή των μέσων παραγωγής και το κλείσιμο του εργοστασίου του Τζίβρε, γεγονότα που σηματοδότησαν το προηγούμενο σύστημα παραγωγής και έδωσαν ουσιαστικά τέλος στην δεύτερη περίοδο του μεταξιού. Ουσιαστικά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στάθηκε ως αιτία του να σταματήσει κάθε είδους εμπορική και πνευματική δραστηριότητα. Ωστόσο με την αποχώρηση των Γερμανών τον Αύγουστο του 1944, και με το ξεκίνημα του εμφυλίου πολέμου, ξεκινάει μία νέα περίοδος για την περιοχή. Παρόλη την ανάπτυξη που γνώριζαν όλοι οι υπόλοιποι τομείς της περιοχής, η παραγωγή του μεταξιού μειώθηκε σημαντικά, καθώς η απώλεια του προηγούμενου τεχνολογικού συστήματος παραγωγής και επεξεργασίας, σε συνδυασμό με την δίχως προηγούμενο αύξηση των συνθετικών υποκατάστατων του μεταξιού έφεραν ένα οριστικό τέλος στην μαζική παραγωγή μεταξιού. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος για την τοπική σηροτροφία και κατ' επέκταση την τοπική παραγωγή μεταξιού, κατά την οποία η παραγωγή επηρεασμένη από τις γεωπολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις που σημάδευσαν την περιοχή, έφτασε σε ένα νέο επίπεδο. Αυτή είναι και η τρίτη περίοδος του μεταξιού, η οποία με αφετηρία το 1949 συνεχίζει να υφίσταται μέχρι τις μέρες μας, περιλαμβάνοντας και την σύγχρονη παραγωγή του μεταξιού στο Σουφλί. Κατά την περίοδο αυτή το Σουφλιώτικο μετάξι από προϊόν που αποτελούσε "σημείο κατατεθέν" σε Ευρωπαϊκό και Βαλκανικό επίπεδο, περιορίστηκε πλέον στις Ελληνικές αγορές, ενώ από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα άρχισε να προσδίδει ως τοπικό προϊόν λαϊκής τέχνης έναν ιδιαίτερο πολιτιστικό χαρακτήρα στην περιοχή. Αρχικά, με την λήξη του Β Παγκοσμίου πολέμου ξαναλειτούργησε μόνο το μεταξουργείο των αδελφών Τζίβρε, το οποίο εκμίσθωσε και το εργοστάσιο του Χατζησάββα, ωστόσο η μειωμένη ζήτηση των μεταξωτών προϊόντων και διαφορά της τιμής του με το τεχνητό μετάξι, 14 χρόνια αργότερα, το 1963 έφεραν το ιστορικό αυτό εργοστάσιο σε θέση να κλείσει οριστικά. Από το 1950 μέχρι το 1980 λειτούργησε το αναπηνιστήριο του Μαυρουδή Μπρίκα, που απασχολούσε 5 εώς 10 γυναίκες. Από το 1953 μέχρι το 1979 άρχισε να λειτουργεί το διαλογητήριο και ψήσιμο κουκουλιών από τους Αντωνίτση-Κίτσιο. Από το 1953 περίπου μέχρι το 1979 άρχισε το κρατικό μεταξεργοστάσιο(αναπηνιστήριο), το οποίο αν και αρχικά δεν λειτούργησε, την περίοδο 1963-1976 νοικιάστηκε στον Δ.Σακελλαρίδη. Συγχρόνως με τα μεταξουργία, λειτούργησαν και αρκετές οικοτεχνίες και βιοτεχνίες μεταξωτών, αρκετές από τις οποίες συνεχίζουν μέχρι και σήμερα την ασταμάτητη παραγωγή των παραδοσιακών προϊόντων μεταξιού, που καθηστούν το Σουφλί ως ένα από τα λιγοστά μέρη στην Ελλάδα που φέρει στην σύγχρονη εποχή μία τόσο μακραίωνη παραδοσιακή τέχνη. Σήμερα λοιπόν στο Σουφλί λειτουργούν ως ένα είδος "μετεξέλιξης" της παραδοσιακής αγοράς μεταξιού οι βιοτεχνίες και οι οικοτεχνίες μεταξωτών προϊόντων, οι οποίες διαθέτουν και τα αντίστοιχα πρατήρια-καταστήματα τους τόσο στην κεντρική αγορά του Σουφλίου όσο και σε άλλα μέρη του Έβρου. Ας δούμε ποιοί είναι αυτοί οι σύγχρονοί οίκοι μεταξιού: Μεταξουργία Τσιακίρη, που ξεκίνησε το 1986 με χειροκίνητους αργαλειούς ύφανσης μεταξωτών, τους οποίους αντίκατέστησε με μηχανικούς το 1960. Μεταξουργία Αθ. Μουχταρίδη από το 1976. Υφαντήριο Λ.Σαρδανίδη από το 1978. Υφαντήριο Στ.Πίττα την περίοδο 1984-1987, και απο το 1990 άρχισε η λειτουργία βιοτεχνίας κεντιμάτων του Κ.Παπαδόπουλου.Έκθεση χειροποίητων μεταξωτών και κεντιμάτων Αφών Δεμερτζή.Οικοτεχνία Νικόλαου Τερζή που έχει παρουσία στο χώρο επεξεργασίας μεταξιού περισσότερο από 30 χρόνια.Στο σύνολο των τοπικών παραγωγών μεταξιού βρίσκεται και η οικοτεχνία Μπουρουλίτη που διατηρεί και ιδιωτικό μουσείο της Θρακικής λαϊκής τέχνης. Τα μεταξωτά Κάλφα συνεχίζουν στην πώληση τοπικών μεταξωτών προϊόντων σε μία συνέχεια δεκαετιών, ενώ σημαντική είναι και η έκθεση μεταξωτών των Ναλμπάντη – Κουγιουμτζή.Αυτή λοιπόν είναι και μία σύντομη αλλά διαφωτιστική εισαγωγή στην ιστορία της τόσο μακραίωνης παράδοσης του μεταξιού, η οποία διανύοντας τόσους αιώνες και περνώντας μέσα από τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς, έφτασε μέχρι τις μέρες μας για να δεθεί άρρηκτα με τον τόπο που πλέον έχει ταυτιστεί ιστορικά. Όμως εκτός από τα ιστορικά στοιχεία θα περάσουμε να δούμε τις πληροφορίες που προέκυψαν από την έρευνα μας σχετικά με την ξεκίνημα της όλης διαδικασίας παραγωγής του μεταξιού, ενώ στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε και τον τρόπο με τον οποίο η πρώτη ύλη του περνάει στην σύγχρονη βιομηχανική επεξεργασία
2.Η ΕΚΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑ
Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα είναι εκείνη η περίοδος που ξεκινάει με την εκκόλαψη του μεταξοσκώληκα και κορυφώνεται με την τελειοποίηση του, δηλαδή με τον σχηματισμό της φούσκας του κουκουλιού που έπειτα από την κατάλληλη επεξεργασία είναι διαθέσιμη στους παραγωγούς για την παραγωγή του μεταξιού.Έχοντας εντοπίσει τις περιγραφές που με τόση σαφήνεια περιγράφονται στην εξαίρετη συλλογική έρευνα «Η Σηροτροφία στο Σουφλί», αλλά και τα άλλα στοιχεία από παλαιότερες καταγραφές επάνω στην τέχνη της σηροτροφία, θα παρουσιάσουμε με
i)ΕΚΚΟΛΑΨΗ
εκτροφή του μεταξοσκώληκα αρχίζει με την εκκόλαψη του σπόρου που γίνεται στο τέλος Απριλίου με αρχές Μαΐου. Το πρώτο σημαντικό στάδιο αυτής της φάσης είναι τοποθέτηση αβγών του μεταξοσκώληκα (μεταξόσπορων) σε μικρά παραλληλεπίπεδα πλαίσια, τα οποία είναι γνωστά και ως «κουτιά». Το κάθε «κουτί» αποτελεί και την βασική μονάδα μέτρησης στη σηροτροφία, και μέχρι το 1980, ένα κουτί είχε σπόρο βάρους25 γραμ. και 40,000 αβγά περίπου. Στις μέρες μας η μονάδα αυτή μέτρησης έχει αλλάξει, και το ένα «κουτί» ζυγίζει 12,5 γραμ. και περιέχει 20,000 αβγά περίπου. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι τα αβγά του μεταξοσκώληκα (μεταξόσποροι) που το μέγεθος τους δεν ξεπερνάει σε μέγεθος το κεφάλι μιάς καρφίτσας, εκκολάπτονται για 12 με 15 ημέρες σε θερμοκρασία 20-25 βαθμούς κελσίου.
ii)ΗΛΗΚΙΑΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑ
Με το τέλος της εκκόλαψης έχουμε τα αβγά από τα οποία βγαίνουν οι μεταξοσκώληκες. Συνήθως το μέγεθος τους είναι περίπου3 χιλιοστά και έχουν χρώμα μαυριδερό. Μετά την έξοδο τους από τα αβγά, οι μεταξοσκώληκες απλώνονται στα κρεβάτια που βρίσκονται μέσα στο σηροτροφείο σε σειρές, και ταΐζονται έξι φορές το 24ωρο με ψιλοκομμένα φύλλα μουριάς. Για το κατάλληλο κόψιμο των φύλλων υπάρχει ένα ειδικό μαχαίρι η παλέτα. Τα φύλλα της μουριάς κόβονται όπως κόβεται το μαρούλι ούτως ώστε να μπορεί εύκολα ο μεταξοσκώληκας να τα φάει. Επίσης υπάρχει και μία ειδική μέθοδος μεταχείρισης των φύλλων της μουριάς για το τάϊσμα των μεταξοσκώληκων. Συγκεκριμένα ο μεταξοσκώληκας δεν τρώει τα φύλλα αν αυτά δεν έχουνε την κατάλληλη υγρασία. Και γι’ αυτό διατηρείται η υγρασία των κομμένων φύλλων περισσότερο χρόνο με την εξής διαδικασία. Τα κρεβάτια όπου γίνεται η εκτροφή τους στις πρώτες ηλικίες σκεπάζονται με νάιλον. Εδώ όμως αξίζει να δούμε και τα 5 κύρια στάδια από τα οποία περνάει ο μεταξοσκωληκας από την στιγμή που θα εκκολαφθεί μέχρι την ώρα που θα πλέξει το κουκούλι. Τα στάδια αυτά είναι γνωστά και ως «ηλικίες», και το ένα ξεχωρίζει από το άλλο από ένα μεσοδιάστημα που λέγεται «ύπνος». Με την γέννηση του ο μεταξοσκώληκας εισέρχεται στην πρώτη του ηλικία. Όταν συμπληρωθούν 4,5 μέρες μετά την εκκόλαψη του, σταματά και η τροφή του. Η κατάσταση του «ύπνου» χαρακτηρίζεται και από την εξής χαρακτηριστική κίνηση του μεταξοσκώληκα αλλά αυτό είναι κάτι που εξαρτάται και από την ηλικία του. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως η ανάπτυξη του μεταξοσκώληκα είναι αντιστρόφως ανάλογη από αυτήν του δέρματος του, και έτσι όταν έχει φτάσει στο σημείο να έχει μεγαλώσει αρκετά το δέρμα του δεν τον χωρά. Στη συνέχεια έπειτα από κάποιες διεργασίες που γίνονται, δημιουργείται κάτω από το παλιό δέρμα, ένα καινούργιο ποιο ευρύχωρο, που είναι αναγκαίο για την ομαλή ανάπτυξη και συνάμα την υγιή λειτουργία του μεταξοσκώληκα. Έτσι το παλιό το δέρμα σχίζεται και με ορισμένες κινήσεις που κάνει θα αποβάλει το παλιό του δέρμα. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή και ως «αποδερμάτωση», ενώ στην γλώσσα των σηροτρόφων ονομάζεται «άλλαγμα πουκαμίσου».Κατά τη τη διάρκεια του ύπνου πρέπει να αποφεύγονται τελείως οι οποιοιδήποτε θόρυβοι μέσα στην αίθουσα του σηροτροφείου και δεν επιτρέπεται να μετακινούνται ή να ενοχλούνται οι μεταξοσκώληκες . Όμως με το πέρας του σταδίου του ύπνου, οι υπεύθυνοι σηροτρόφοι αραιώνουν τους μεταξοσκώληκες, διαδικασία που επιτυγχάνεται με την μεταφορά τους σε άλλα κρεβάτια. Στη συνέχεια ακολουθούν διαδοχικά οι επόμενες «ηλικίες» και «ύπνοι».Υπενθυμίζουμε ότι ο μεταξοσκώληκας περνάει από 5 ηλικίες και 4 ύπνους. Η ποιότητα και η αποδοτικότητα της εκτροφής εξαρτάται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιούνται οι απαραίτητες διεργασίες αλλά και από την έμφαση των ίδιων των σηροτρόφων προς τις κατάλληλες εργασίες.
iii)ΚΛΑΔΩΜΑ
Κατά την ιδιαίτερης σημασίας διαδικασία του κλαδώματος, τοποθετούνται στα κρεβάτια όπου γίνεται και η εκτροφή ορισμένων κλαδιών, όπου οι μεταξοσκώληκες πλέκουν το κουκούλι τους. Τα συγκεκριμένα κλωνάρια προέρχονται είτε από πουρνάρι είτε από πεύκο, καθώς οι σηροτρόφοι των παλαιότερων χρόνων μπορούσαν να τα προμηθεύονται εύκολα από τις γύρω περιοχές του Σουφλίου. Σύμφωνα με τις οδηγίες εκτροφής του μεταξοσκώληκα, τα κλαδιά αυτά δεν πρέπει να είναι φρεσκοκομμένα αλλά ούτε και να έχουνε αγκάθια, γι’αυτό και οι σηροτρόφοι είχαν φροντίσει αρκετά νωρίτερα από το τέλος της εκτροφής να προμηθευτούν τα κλαδιά, τα οποία διατηρούσαν σε καθαρό και στεγνό χώρο μέχρι τη διαδικασία το κλαδώματος. Ακόμη όμως και για την τοποθέτηση των κλαδιών στα κρεβάτια πρέπει να τηρηθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία. Τα κλαδιά πρέπει να τοποθετηθούν με προσοχή στα κρεβάτια ώστε να μην πληγωθούν οι μεταξοσκώληκες, και να ταξινομηθούν σε συγκεκριμένη σειρά, για να μη διευκολύνεται το ανέβασμα των κουκουλιών σε αυτά.Μετά το τέλος της εκτροφής των μεταξοσκωλήκων ξεκινάει ένα χρονικό διάστημα 48 ωρών κατά τη διάρκεια του οποίου αναζητούν την κατάλληλη θέση στα κλαδιά και ξεκινάν το πλέξιμο των κουκουλιών. Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει εξαρχής η σωστή τοποθέτηση των κλαδιών, οι μεταξοσκώληκες απλώνουν άτακτα το μετάξι τους δημιουργώντας τις λεγόμενες «πάνες».Αρχικά ο μεταξοσκώληκας βγάζει από τους δύο μεταξογόνους αδένες του το μετάξι και με τις κατάλληλες κινήσεις του σώματος του πλέκει το κουκούλι. Πριν ξεκινήσει να βγάζει το πραγματικό μετάξι, ρίχνει αραιά μεταξονήματα που είναι γνωστά και ως «γνάφαλα», με σκοπό να στερεώσει το κουκούλι στα κλαδιά. Το κουκούλι πλέκεται από έξω προς τα μέσα σχηματίζοντας οχτάρια, ενώ ο μεταξοσκώληκας αρχίζει σιγά-σιγά να κλείνεται μέσα στο κουκούλι, του οποίου το κλείσιμο ολοκληρώνεται σε 50 περίπου ώρες. Το ανέβασμα των μεταξοσκωλήκων στα κλαδιά διαρκεί τρείς με τέσσερις περίπου ημέρες, μέχρι να κλαδώσουν και οι τελευταίοι μεταξοσκώληκες, ενώ τα κουκούλια παραμένουν κλαδωμένα για 7 έως 8 περίπου ημέρες μέχρι το ξεκλάδωμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του κλαδώματος πρέπει να επικρατεί απόλυτη ησυχία και να μην υπάρχει το παραμικρό ίχνος φωτισμού, και αυτό επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση χαρτιών που ονομάζονται «καπάκια» στην εξωτερική πλευρά των κρεβατιών όπου γίνεται η εκτροφή. Ωστόσο το μέγεθος και το βάρος της φούσκας δεν είναι ίδιο για όλους τους μεταξοσκώληκες. Οι ποιο μικροί και άρα ποιο αδύναμοι από αυτούς που πλέκουν μικρό κουκούλι ονομάζονται χαρακτηριστικά «παπαίοι».
iv) ΤΟ ΞΕΚΛΑΔΩΜΑΕφ’όσον περάσει ένα διάστημα 7-8 ημερών από το κλάδωμα, αρχίζει το ξεκλάδωμα, δηλαδή η διαλογή κουκουλιών. Από τα παλαιά ακόμη χρόνια το ξεκλάδωμα αποτελεί μία χρονοβόρα αλλά και δύσκολη διαδικασία γι’αυτό και βασίζεται στην αλληλοβοήθεια από συγγενείς και γείτονες. Η όλη διαδικασία του ξεκλαδώματος δεν διαρκεί περισσότερο από 2-3 ημέρες, και πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή για να μην καταστραφούν τα κουκούλια. Κατά το ξεκλάδωμα γίνεται και η πρώτη διαλογή των κουκουλιών, ενώ λίγο αργότερα τα κουκούλια καθαρίζονται από τα λεγόμενα «πιλιούνια». Στην συνέχεια τα κουκούλια τοποθετούνται σε μεγάλα κοφίνια («γκούφες») και μεταφέρονται σε ειδικά διαμορφωμένο και καθαρό χώρο μέχρι να γίνει η απόπνιξη.
v) Η ΑΠΟΠΝΙΞΗ
Η εκτροφή του μεταξοσκώληκα είναι εκείνη η περίοδος που ξεκινάει με την εκκόλαψη του μεταξοσκώληκα και κορυφώνεται με την τελειοποίηση του, δηλαδή με τον σχηματισμό της φούσκας του κουκουλιού που έπειτα από την κατάλληλη επεξεργασία είναι διαθέσιμη στους παραγωγούς για την παραγωγή του μεταξιού.Έχοντας εντοπίσει τις περιγραφές που με τόση σαφήνεια περιγράφονται στην εξαίρετη συλλογική έρευνα «Η Σηροτροφία στο Σουφλί», αλλά και τα άλλα στοιχεία από παλαιότερες καταγραφές επάνω στην τέχνη της σηροτροφία, θα παρουσιάσουμε με
i)ΕΚΚΟΛΑΨΗ
εκτροφή του μεταξοσκώληκα αρχίζει με την εκκόλαψη του σπόρου που γίνεται στο τέλος Απριλίου με αρχές Μαΐου. Το πρώτο σημαντικό στάδιο αυτής της φάσης είναι τοποθέτηση αβγών του μεταξοσκώληκα (μεταξόσπορων) σε μικρά παραλληλεπίπεδα πλαίσια, τα οποία είναι γνωστά και ως «κουτιά». Το κάθε «κουτί» αποτελεί και την βασική μονάδα μέτρησης στη σηροτροφία, και μέχρι το 1980, ένα κουτί είχε σπόρο βάρους
ii)ΗΛΗΚΙΑΚΑ ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑ
Με το τέλος της εκκόλαψης έχουμε τα αβγά από τα οποία βγαίνουν οι μεταξοσκώληκες. Συνήθως το μέγεθος τους είναι περίπου
iii)ΚΛΑΔΩΜΑ
Κατά την ιδιαίτερης σημασίας διαδικασία του κλαδώματος, τοποθετούνται στα κρεβάτια όπου γίνεται και η εκτροφή ορισμένων κλαδιών, όπου οι μεταξοσκώληκες πλέκουν το κουκούλι τους. Τα συγκεκριμένα κλωνάρια προέρχονται είτε από πουρνάρι είτε από πεύκο, καθώς οι σηροτρόφοι των παλαιότερων χρόνων μπορούσαν να τα προμηθεύονται εύκολα από τις γύρω περιοχές του Σουφλίου. Σύμφωνα με τις οδηγίες εκτροφής του μεταξοσκώληκα, τα κλαδιά αυτά δεν πρέπει να είναι φρεσκοκομμένα αλλά ούτε και να έχουνε αγκάθια, γι’αυτό και οι σηροτρόφοι είχαν φροντίσει αρκετά νωρίτερα από το τέλος της εκτροφής να προμηθευτούν τα κλαδιά, τα οποία διατηρούσαν σε καθαρό και στεγνό χώρο μέχρι τη διαδικασία το κλαδώματος. Ακόμη όμως και για την τοποθέτηση των κλαδιών στα κρεβάτια πρέπει να τηρηθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία. Τα κλαδιά πρέπει να τοποθετηθούν με προσοχή στα κρεβάτια ώστε να μην πληγωθούν οι μεταξοσκώληκες, και να ταξινομηθούν σε συγκεκριμένη σειρά, για να μη διευκολύνεται το ανέβασμα των κουκουλιών σε αυτά.Μετά το τέλος της εκτροφής των μεταξοσκωλήκων ξεκινάει ένα χρονικό διάστημα 48 ωρών κατά τη διάρκεια του οποίου αναζητούν την κατάλληλη θέση στα κλαδιά και ξεκινάν το πλέξιμο των κουκουλιών. Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει εξαρχής η σωστή τοποθέτηση των κλαδιών, οι μεταξοσκώληκες απλώνουν άτακτα το μετάξι τους δημιουργώντας τις λεγόμενες «πάνες».Αρχικά ο μεταξοσκώληκας βγάζει από τους δύο μεταξογόνους αδένες του το μετάξι και με τις κατάλληλες κινήσεις του σώματος του πλέκει το κουκούλι. Πριν ξεκινήσει να βγάζει το πραγματικό μετάξι, ρίχνει αραιά μεταξονήματα που είναι γνωστά και ως «γνάφαλα», με σκοπό να στερεώσει το κουκούλι στα κλαδιά. Το κουκούλι πλέκεται από έξω προς τα μέσα σχηματίζοντας οχτάρια, ενώ ο μεταξοσκώληκας αρχίζει σιγά-σιγά να κλείνεται μέσα στο κουκούλι, του οποίου το κλείσιμο ολοκληρώνεται σε 50 περίπου ώρες. Το ανέβασμα των μεταξοσκωλήκων στα κλαδιά διαρκεί τρείς με τέσσερις περίπου ημέρες, μέχρι να κλαδώσουν και οι τελευταίοι μεταξοσκώληκες, ενώ τα κουκούλια παραμένουν κλαδωμένα για 7 έως 8 περίπου ημέρες μέχρι το ξεκλάδωμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του κλαδώματος πρέπει να επικρατεί απόλυτη ησυχία και να μην υπάρχει το παραμικρό ίχνος φωτισμού, και αυτό επιτυγχάνεται με την τοποθέτηση χαρτιών που ονομάζονται «καπάκια» στην εξωτερική πλευρά των κρεβατιών όπου γίνεται η εκτροφή. Ωστόσο το μέγεθος και το βάρος της φούσκας δεν είναι ίδιο για όλους τους μεταξοσκώληκες. Οι ποιο μικροί και άρα ποιο αδύναμοι από αυτούς που πλέκουν μικρό κουκούλι ονομάζονται χαρακτηριστικά «παπαίοι».
iv) ΤΟ ΞΕΚΛΑΔΩΜΑΕφ’όσον περάσει ένα διάστημα 7-8 ημερών από το κλάδωμα, αρχίζει το ξεκλάδωμα, δηλαδή η διαλογή κουκουλιών. Από τα παλαιά ακόμη χρόνια το ξεκλάδωμα αποτελεί μία χρονοβόρα αλλά και δύσκολη διαδικασία γι’αυτό και βασίζεται στην αλληλοβοήθεια από συγγενείς και γείτονες. Η όλη διαδικασία του ξεκλαδώματος δεν διαρκεί περισσότερο από 2-3 ημέρες, και πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή για να μην καταστραφούν τα κουκούλια. Κατά το ξεκλάδωμα γίνεται και η πρώτη διαλογή των κουκουλιών, ενώ λίγο αργότερα τα κουκούλια καθαρίζονται από τα λεγόμενα «πιλιούνια». Στην συνέχεια τα κουκούλια τοποθετούνται σε μεγάλα κοφίνια («γκούφες») και μεταφέρονται σε ειδικά διαμορφωμένο και καθαρό χώρο μέχρι να γίνει η απόπνιξη.
v) Η ΑΠΟΠΝΙΞΗ
Μετά την κορύφωση της διαδικασίας του ξεκλαδώματος, το αργότερο σε 15 ημέρες πρέπει να γίνει και η απόπνιξη των χλωρών κουκουλιών. Μέθοδος που είναι αναγκαία για την τελική πραγματοποίηση της εκτροφής των κουκουλιών, καθώς ως διαδικασία έχει ως σκοπό το ψήσιμο της πεταλούδας που βρίσκεται στο εσωτερικό των κουκουλιών. Στην αντίθετη περίπτωση η πεταλούδα τρυπάει το κουκούλι, απομακρύνοντας τις μεταξωτές κλωστές, και βγαίνει έξω. Ωστόσο η περίπτωση αυτή αποφεύγεται αυστηρά από τους σηροτρόφους καθώς τα τρύπια κουκούλια είναι ακατάλληλα για αναπινισμό, και η νηματοποίηση τους, δηλαδή το μάζεμα της μεταξένιας κλωστής στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει μόνο με το χέρι. Κατά τα παλαιότερα χρόνια ακολουθούνταν η λεγόμενη σήμερα «παραδοσιακή μέθοδος απόπνιξης», όπου το ψήσιμο των κουκουλιών γινόταν σε ειδικούς φούρνους, που είχαν 5 έως 10 ξύλινα συρτάρια όπου τοποθετούσαν τα κουκούλια. Τα συρτάρια αυτά ήταν κατά τέτοιο τρόπο διαμορφωμένα και στο κάτω μέρος είχαν διχτυωτή λαμαρίνα για να επιτρέπεται η διέλευση του ατμού μέχρι το τελευταίο συρτάρι και να επιτυγχάνεται η ομοιόμορφη απόπνιξη των κουκουλιών. Ωστόσο αυτοί οι φούρνοι αντικαταστάθηκαν από άλλους μεγαλύτερους και ποιο εξελιγμένους που λειτουργούσαν με πετρέλαιο, και αποτελούσαν ιδιοκτησίες των κουκουλεμπόρων.
vi)Ο ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΟΓΗ ΤΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΝ
vi)Ο ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΟΓΗ ΤΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΙΩΝ
Τα κουκούλια που προορίζονται για την αναπήνιση πρέπει να είναι καλοσχηματισμένα και το μέγεθος τους να είναι ίσιο, και γι’ αυτό γίνεται η δεύτερη διαλογή από τους παραγωγούς. Κατ’αρχήν, τα κουκούλια καθαρίζονται καλά από τα γνάφαλα, διαδικασία που επιτυγχάνεται με την βοήθεια μίας ειδικής μηχανής για το καθάρισμα των κουκουλιών. Κατά τη διαλογή ξεχωρίζονται τα γερά, καλοσχηματισμένα και ισομεγέθη κουκούλια, τα οποία θα αναπηνιστούν από τα σκάρτα – όπως λέγονται- τα οποία γνέθονται στο χέρι. Σκάρτα κουκούλια είναι τα εξής: τα αδύνατα («τσίπες») που δεν έχουν κλωστή, τα διπλά, όταν δύο μεταξοσκώληκες έχουν πλέξει μαζί το κουκούλι τους, τα στραβά, δηλαδή τα κακοσχηματισμένα και ανισομεγέθη, τα λερωμένα, τα κουφά, που το άρρωστο σκουλήκι δεν ολοκληρώνει το πλέξιμο του κουκουλιού και συρρικνώνεται μέσα στο κουκούλι του, και τα τρύπια, από τα οποία έχει πετάξει η πεταλούδα ή τα έχουν τρυπήσει τα ποντίκια. Ωστόσο ακόμη και τα λεγόμενα «σκάρτα» κουκούλια ουσιαστικά δεν είναι άχρηστα. Οι έμποροι τα αγόραζαν σε χαμηλή τιμή και τα έστελναν στα μεταξουργία της Γαλλίας για κατασκευή πλυμάτων ή τα επεξεργάζονταν οι γυναίκες στο σπίτι και κατασκεύαζαν τα κουκουλάρικα υφαντά.3.Μεταποίηση και βιομηχανική επεξεργασία του κουκουλιούΜεταξύ του ξερού κουκουλιού και του γνωστού εμπορεύσιμου μεταξωτού υφάσματος διαμεσολαβεί ένα μεσοδιάστημα κατά το οποίο γίνονται οι απαραίτητες εκείνες διεργασίες που ως σκοπό έχουνε την τελική παραγωγή του μεταξιού. Η μεταποίηση με την σύγχρονη μορφή της εγγυάται μία βελτιωμένη και ποιοτικά εμπιστευτική επεξεργασία της πρώτης ύλης μεταξιού και κατ' επέκταση την τελική παραγωγή μεταξωτών προϊόντων. Αναζητώντας κανείς τις ιστορικές περιγραφές αλλά και τις παλαιότερες αναφορές σχετικά με την παραγωγή του μεταξιού, εύκολα καταλαβαίνει πως ουσιαστικά η σημερινή μέθοδος μεταποίησης και βιομηχανικής επεξεργασίας του κουκουλιού, δεν αποτελεί τίποτα άλλο εκτός από μία βελτιωμένη και τεχνολογικά αναπτυγμένη μετεξέλιξη της παλαιού παραδοσιακού τρόπου μεταποίησης που πραγματοποιούνταν στο Σουφλί επί ολόκληρες δεκαετίες. Για να μπορέσουμε να έχουμε μία ξεκάθαρη γενική εικόνα από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί σήμερα η μεταποίηση αυτή ας δούμε ορισμένες από τις κυριότερες διεργασίες της συνοπτικά, ενώ στη συνέχεια ας περάσουμε να δούμε και το περιεχόμενο της. Βασική διεργασία θεωρείται σήμερα από τους παραγωγούς μεταξιού η νηματοποίηση, δηλαδή η μετατροπή της μεταξωτής ίνας σε νήμα και η ύφανση. Οι διάφορες διαδικασίες μετατροπής της μεταξωτής ίνας σε νήμα και κατόπιν σε ύφασμα είναι, σε γενικές γραμμές, οι ίδιες με εκείνες που εφαρμόζονται στην επεξεργασία των άλλων υφαντικών υλών που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο: τις ζωικές (μαλλί) και τις φυτικές (βαμβάκι, λινάρι).Ας περάσουμε όμως να δούμε όμως αναλυτικά και την διαδικασία μεταποίησης και βιομηχανικής επεξεργασίας, με οδηγό την εξαίρετη έρευνα του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Σουφλίου:
Αναπήνιση (ή τράβηγμα ή ξετύλιγμα) είναι η διαδικασία κατά την οποία ξετυλίγεται η κλωστή από το κουκούλι και τυλίγεται σε ανέμες. Είναι ένα στάδιο δαπανηρό και χρονοβόρο που διαφοροποιεί την επεξεργασία του μεταξιού από τις άλλες υφαντικές ύλες. Τα κουκούλια τοποθετούνται σε ειδικές μικρές λεκάνες με ζεστό νερό 50° -60° C για να διαλυθεί η μεταξόκολλα και να ξετυλιχτεί ευκολότερα η ίνα. Έμπειρες γυναίκες χτυπάνε τις ζεματιστές φούσκες με ειδικές βούρτσες για να βρεθούνε οι άκρες των μεταξονημάτων, οι οποίες σκαλώνουν στις άκρες της βούρτσας. Έπειτα ενώνονται 8-10 ίνες στην ίδια ανέμη όπου τυλίγεται το πρώτο νήμα. Σε όλη τη διάρκεια της αναπήνισης οι φούσκες βρίσκονται συνεχώς μέσα στο ζεστό νερό και το ξετύλιγμα γίνεται ταχύτατα, όπως θα ξετυλιγόταν ένα κουβάρι αν τραβούσαμε την άκρη του νήματος. Κατά την επεξεργασία αυτή απαιτούνται πολύ μεγάλες ποσότητες νερού. Υπολογίζεται ότι για κάθε κιλό μεταξιού αντιστοιχούν 850-1100 λίτρα νερού.
Καλάμισμα (μασούρισμα ή καρούλιασμα)Στο καλάμισμα το μετάξι ξετυλίγεται από τις θηλές και μαζεύεται σε μασούρια. Στη συνέχεια γίνεται μια παρόμοια εργασία, το ξαναμασούρισμα, όπου τα μασούρια ξανατυλίγονται σε άλλα και παράλληλα το νήμα περνώντας από μια λεπτή σχισμή καθαρίζεται από τους κόμπους και τα εξογκώματα. Ζευγάρωμα - Στρίψιμο Το νήμα πλέον έχει φτάσει στην τελευταία φάση που είναι το ζευγάρωμα και το στρίψιμο. Με το ζευγάρωμα συνενώνονται δύο ή περισσότερα νήματα, στρίβονται και δημιουργείται έτσι μια πολύ ανθεκτική κλωστή. Η κλωστή αυτή μαζεύεται σε καρούλια και είναι έτοιμη να χρησιμοποιηθεί στην ύφανση των μεταξωτών.
Διάσιμο
Με το διάσιμο (που στην παροδοσιακή ορολογία είναι γνωστό ως «γίδιασμα») όπως λέγεται περνάμε ουσιαστικά στο κυρίως μέρος της ύφανσης. Το γίδιασμα, που αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία πριν την αρχή της ύφανσης, είναι η τακτοποίηση του νήματος που βρίσκεται σε καρούλια για να αποτελέσει το στημόνι ενός υφαντού. Μίτωμα Το μίτωμα ή αναβόδι είναι το πέρασμα του διασιδιού (στημονιού) στα μιτάρια και από κει στο χτένι, για να δεθεί στη συνέχεια στο μπροστινό αντί του αργαλειού, όπου τυλίγεται το έτοιμο πανί.
Ύφανση
Ύφανση είναι η διαδικασία με την οποία το νήμα πλέκεται σε ύφασμα. Η ύφανση, τόσο στην παραδοσιακή όσο και στη βιομηχανική κοινωνία, βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των γυναικών. Για όλα τα είδη υφαντών (υφασμάτων) υπάρχει ένας τύπος αργαλειού, ο οριζόντιος ή καθιστός όπως λέγεται. Οι αργαλειοί μπορεί να είναι ξύλινοι χειροκίνητοι στην παραδοσιακή οικοτεχνία ή αυτόματοι ηλεκτροκίνητοι στη βιοτεχνία και βιομηχανία. Το βάψιμο και το φινίρισμα των μεταξωτών Οι διαδικασίες αυτές γίνονται είτε στο μεταξωτό νήμα (θηλιές) είτε στο μεταξωτό ύφασμα και περιλαμβάνουν τα εξής στάδια: αποκολλάρισμα, πλύσιμο, λεύκανση και βάψιμο. Τα διάφορα στάδια και η τεχνική που εφαρμόζεται κατά την επεξεργασία ποικίλλουν ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μετάξι, σε νήμα ή σε ύφασμα.
Αποκολλάρισμα και λεύκασμα
Το αποκολλάρισμα είναι η διαδικασία αφαίρεσης (ή ελάττωσης) της φυσικής κόλλας που έχει η μεταξωτή κλωστή. Το στριμμένο νήμα ή το μεταξωτό ύφασμα πρέπει να βραστεί καλά σε καυτό νερό σαπούνι και σόδα, για να φύγει η κόλλα του. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί δυο και τρεις φορές μέχρι το μετάξι να αποκολλαριστεί τελείως και αποκτήσει την ελαστικότητα που πρέπει. Για τη διατήρηση του φυσικού χρώματος, ακολουθεί η διαδικασία της λεύκανσης.
Βάψιμο
Το βάψιμο ή ρόιδισμα των μεταξωτών, γίνεται με δυο διαφορετικούς τρόπους: σε θηλιές, όταν γίνεται σε νήμα στριμμένο και σε έτοιμο μεταξωτό ύφασμα.Το βάψιμο του μεταξιού σε θηλιές γίνεται όταν το νήμα προορίζεται για την κατασκευή λεπτών υφασμάτων, π.χ. πουκαμισόπανων. Το μεταξωτό ύφασμα βάφεται μονόχρωμο ή εμπριμέ σε ειδικό τυποβαφείο. Ως τις αρχές του 20ού αι. τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο των νημάτων και των υφασμάτων , ήτανε κατ’ εξοχήν φυτικά. Τα φυτά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή των φυτικών χρωμάτων ήταν αυτοφυή στον ελληνικό χώρο. Από τις αρχές του αιώνα περίπου, με τη διάδοση των χημικών βαφών και την αλλαγή των αισθητικών αντιλήψεων, άρχισαν να χρησιμοποιούν βαφές του εμπορίου για το βάψιμο των μεταξωτών.
Αναπήνιση (ή τράβηγμα ή ξετύλιγμα) είναι η διαδικασία κατά την οποία ξετυλίγεται η κλωστή από το κουκούλι και τυλίγεται σε ανέμες. Είναι ένα στάδιο δαπανηρό και χρονοβόρο που διαφοροποιεί την επεξεργασία του μεταξιού από τις άλλες υφαντικές ύλες. Τα κουκούλια τοποθετούνται σε ειδικές μικρές λεκάνες με ζεστό νερό 50° -60° C για να διαλυθεί η μεταξόκολλα και να ξετυλιχτεί ευκολότερα η ίνα. Έμπειρες γυναίκες χτυπάνε τις ζεματιστές φούσκες με ειδικές βούρτσες για να βρεθούνε οι άκρες των μεταξονημάτων, οι οποίες σκαλώνουν στις άκρες της βούρτσας. Έπειτα ενώνονται 8-10 ίνες στην ίδια ανέμη όπου τυλίγεται το πρώτο νήμα. Σε όλη τη διάρκεια της αναπήνισης οι φούσκες βρίσκονται συνεχώς μέσα στο ζεστό νερό και το ξετύλιγμα γίνεται ταχύτατα, όπως θα ξετυλιγόταν ένα κουβάρι αν τραβούσαμε την άκρη του νήματος. Κατά την επεξεργασία αυτή απαιτούνται πολύ μεγάλες ποσότητες νερού. Υπολογίζεται ότι για κάθε κιλό μεταξιού αντιστοιχούν 850-
Καλάμισμα (μασούρισμα ή καρούλιασμα)Στο καλάμισμα το μετάξι ξετυλίγεται από τις θηλές και μαζεύεται σε μασούρια. Στη συνέχεια γίνεται μια παρόμοια εργασία, το ξαναμασούρισμα, όπου τα μασούρια ξανατυλίγονται σε άλλα και παράλληλα το νήμα περνώντας από μια λεπτή σχισμή καθαρίζεται από τους κόμπους και τα εξογκώματα. Ζευγάρωμα - Στρίψιμο Το νήμα πλέον έχει φτάσει στην τελευταία φάση που είναι το ζευγάρωμα και το στρίψιμο. Με το ζευγάρωμα συνενώνονται δύο ή περισσότερα νήματα, στρίβονται και δημιουργείται έτσι μια πολύ ανθεκτική κλωστή. Η κλωστή αυτή μαζεύεται σε καρούλια και είναι έτοιμη να χρησιμοποιηθεί στην ύφανση των μεταξωτών.
Διάσιμο
Με το διάσιμο (που στην παροδοσιακή ορολογία είναι γνωστό ως «γίδιασμα») όπως λέγεται περνάμε ουσιαστικά στο κυρίως μέρος της ύφανσης. Το γίδιασμα, που αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία πριν την αρχή της ύφανσης, είναι η τακτοποίηση του νήματος που βρίσκεται σε καρούλια για να αποτελέσει το στημόνι ενός υφαντού. Μίτωμα Το μίτωμα ή αναβόδι είναι το πέρασμα του διασιδιού (στημονιού) στα μιτάρια και από κει στο χτένι, για να δεθεί στη συνέχεια στο μπροστινό αντί του αργαλειού, όπου τυλίγεται το έτοιμο πανί.
Ύφανση
Ύφανση είναι η διαδικασία με την οποία το νήμα πλέκεται σε ύφασμα. Η ύφανση, τόσο στην παραδοσιακή όσο και στη βιομηχανική κοινωνία, βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια των γυναικών. Για όλα τα είδη υφαντών (υφασμάτων) υπάρχει ένας τύπος αργαλειού, ο οριζόντιος ή καθιστός όπως λέγεται. Οι αργαλειοί μπορεί να είναι ξύλινοι χειροκίνητοι στην παραδοσιακή οικοτεχνία ή αυτόματοι ηλεκτροκίνητοι στη βιοτεχνία και βιομηχανία. Το βάψιμο και το φινίρισμα των μεταξωτών Οι διαδικασίες αυτές γίνονται είτε στο μεταξωτό νήμα (θηλιές) είτε στο μεταξωτό ύφασμα και περιλαμβάνουν τα εξής στάδια: αποκολλάρισμα, πλύσιμο, λεύκανση και βάψιμο. Τα διάφορα στάδια και η τεχνική που εφαρμόζεται κατά την επεξεργασία ποικίλλουν ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το μετάξι, σε νήμα ή σε ύφασμα.
Αποκολλάρισμα και λεύκασμα
Το αποκολλάρισμα είναι η διαδικασία αφαίρεσης (ή ελάττωσης) της φυσικής κόλλας που έχει η μεταξωτή κλωστή. Το στριμμένο νήμα ή το μεταξωτό ύφασμα πρέπει να βραστεί καλά σε καυτό νερό σαπούνι και σόδα, για να φύγει η κόλλα του. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί δυο και τρεις φορές μέχρι το μετάξι να αποκολλαριστεί τελείως και αποκτήσει την ελαστικότητα που πρέπει. Για τη διατήρηση του φυσικού χρώματος, ακολουθεί η διαδικασία της λεύκανσης.
Βάψιμο
Το βάψιμο ή ρόιδισμα των μεταξωτών, γίνεται με δυο διαφορετικούς τρόπους: σε θηλιές, όταν γίνεται σε νήμα στριμμένο και σε έτοιμο μεταξωτό ύφασμα.Το βάψιμο του μεταξιού σε θηλιές γίνεται όταν το νήμα προορίζεται για την κατασκευή λεπτών υφασμάτων, π.χ. πουκαμισόπανων. Το μεταξωτό ύφασμα βάφεται μονόχρωμο ή εμπριμέ σε ειδικό τυποβαφείο. Ως τις αρχές του 20ού αι. τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο των νημάτων και των υφασμάτων , ήτανε κατ’ εξοχήν φυτικά. Τα φυτά που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή των φυτικών χρωμάτων ήταν αυτοφυή στον ελληνικό χώρο. Από τις αρχές του αιώνα περίπου, με τη διάδοση των χημικών βαφών και την αλλαγή των αισθητικών αντιλήψεων, άρχισαν να χρησιμοποιούν βαφές του εμπορίου για το βάψιμο των μεταξωτών.
1 σχόλιο:
πολύ ωραίο και κατατοπιστικό άρθρο.
Δημοσίευση σχολίου